περιμέναμε πώς και πώς να έρθουν για να «ρουφήξουμε» τη χαρά που προσφέρουν σε όλους, να γευτούμε όλα τα ζαχαρωτά και τα γλυκά του σπιτιού, να βγούμε στη γειτονιά για τα κάλαντα και να χαρούμε τα δωράκια του Άι Βασίλη.
Μέσα σ' αυτή λοιπόν τη μαγεία των γιορταστικών ημερών όλα είναι δυνατόν να συμβούν, ακόμα και το...ζωντάνεμα των δυνατών εικόνων των παραμυθιών που κινούνται ασταμάτητα μέσα στο κυρίαρχο «Πνεύμα των Χριστουγέννων»...
Ο γεροτσιγγούνης Εμπενίζερ Σκρουτζ, κύριο πρόσωπο του Άγγλου μυθιστοριογράφου Κάρολου Ντίκενς στο βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα κάλαντα» (Christmas Carol), όπως και η στριμμένη γριά μάγισσα Φρικαντέλα -του δικού μας παραμυθά Ευγένιου Τριβιζά- που μισούσε τα κάλαντα, στην τελική συναισθηματική μεταστροφή τους έγιναν καλύτεροι άνθρωποι, ακολουθώντας πιστά το «Πνεύμα των Χριστουγέννων», τον άγραφο αυτόν κανόνα καλής συμπεριφοράς, συμπόνοιας, αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, ειδικότερα προς τους αδύναμους, τους δυστυχισμένους, τους φτωχούς, τους εξαθλιωμένους.
Ο Κάρολος Ντίκενς (1812-1870) με το αριστουργηματικό αυτό βιβλίο του καταφέρνει να «διαλύσει» την πυκνή ομίχλη μέσα στην οποία ζούσε τότε η αγγλική κοινωνία της Βικτωριανής εποχής, όπου βασίλευε η κοινωνική αδικία και η ακραία φτώχεια και να συμβάλει αποφασιστικά στην καθιέρωση του γιορταστικού κλίματος των ημερών με τους στολισμένους δρόμους, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τα δώρα, το... γαλοπούλειο χριστουγεννιάτικο τραπέζι και άλλα.
Ο γερο - Σκρουτζ, τσιγγούνης, άπληστος και αρρωστημένα φιλάργυρος, όντας και μοχθηρός και χαιρέκακος, μπορεί να λέει για τους ανθρώπους πως «για τη χαρά τους λυπάμαι και για τη λύπη τους χαίρομαι», όσο όμως πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, δεν αισθάνεται και πολύ καλά. Δεν του αρέσουν καθόλου, τα μισεί, γιατί εκτός του ότι προστίθεται ακόμα ένας χρόνος στην καμπούρα του, όλο και κάτι πιστεύει πως θα ξοδέψει κι αυτός. Αυτό δεν το αντέχει. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα όμως. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μετράει νύχτα μέρα τα χρήματά του...
Την παραμονή των Χριστουγέννων δέχεται την επίσκεψη τεσσάρων απρόσκλητων επισκεπτών. Πρώτα το...φάντασμα του πεθαμένου πρώην συνεταίρου του ο οποίος τον συμβουλεύει να αλλάξει τακτική για να μην «καταντήσει» όπως αυτός και ύστερα άλλα τρία που εκπροσωπούν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Του θυμίζουν τα λάθη και τις υπερβολές του και του υποδεικνύουν πως πρέπει να αλλάξει συμπεριφορά, να γίνει πιο ανθρώπινος. Ο Σκρουτζ τότε πέφτει σε βαθύ συλλογισμό...
Εδώ, ο συγγραφέας Κάρολος Ντίκενς, χρησιμοποιώντας κάποια από τα προσωπικά του βιώματα, τη φτώχεια και τις άθλιες συνθήκες εργασίας που αντιμετώπισε όταν αναγκάστηκε να δουλέψει από παιδί, «φωτίζει» την εικόνα του ήρωά του, του Σκρουτζ, όπου τον βάζει να τον τρώνε οι τύψεις της συνείδησής του. Γρήγορα όμως ζεσταίνεται η σκληρή καρδιά του κατά τα άλλα απάνθρωπου Σκρουτζ από το «Πνεύμα των Χριστουγέννων». Μπαίνει στη θέση των φτωχών ανθρώπων και νιώθει ανείπωτη χαρά και ενθουσιασμό που μπορεί να συνεισφέρει στην καθιέρωση της γιορτής των Χριστουγέννων ως γιορτή αγάπης, χαράς, γενναιοδωρίας και συμπόνοιας.
Έτσι ο Σκρουτζ αναδεικνύεται ο μεγαλύτερος ευεργέτης της πόλης του και εκείνος που πιστεύει πως τα Χριστούγεννα αξίζουν μόνο όταν έχουν γιορταστικό χαρακτήρα. Με δώρο μία γαλοπούλα, επισκέπτεται το σπίτι του φτωχού υπαλλήλου του για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι και συμμετέχει στη χαρά της οικογένειάς του. Είναι ο ίδιος ο Σκρουτζ που καθιέρωσε στο οικογενειακό τραπέζι των Χριστουγέννων την ψητή γαλοπούλα και όχι τη χήνα, όπως συνήθιζαν μέχρι τότε...
Από τον Τάσο Πουλτσάκη