βοήθησαν όλα αυτά φέτος.
Τώρα πια δεν μπορούμε να επικαλεστούμε την άγνοια, αφού όλες οι απαντήσεις απαιτούν μόνο μια δαγκωματιά στο μήλο (αν έχεις Apple), ένα κλικ, δηλαδή, στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Αποτέλεσμα αυτού να ισχύει το παραφρασμένο «Άγνοια γνώσης δε δικαιολογείται!». Η γνώση έγινε πια απόλυτα προσβάσιμη και κυρίαρχη στην εποχή μας.
Στην πραγματική ζωή, όμως, κάθε άλλο παρά έτσι συμβαίνει. Είναι πια γνωστό εδώ και χρόνια ότι το γραμμικό μοντέλο της λήψης αποφάσεων, δηλαδή το Επιθυμώ-Σκέφτομαι-Αποφασίζω-Εκτελώ, είναι ωραίο αν παίζεις ντόμινο, (το ένα τουβλάκι οδηγεί κατευθείαν στο άλλο), αλλά είναι απλοϊκό και άκυρο αν θέλουμε να εξηγήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά. Σα να προσπαθούμε νε ξεβιδώσουμε με σταυροκατσάβιδο μια βίδα με μια μοναδική εγκάρσια εγκοπή. Μένουμε απλώς με το κατσαβίδι στο χέρι. Κι αυτό γιατί ανάμεσα στα στάδια του γραμμικού αυτού μοντέλου παρεμβάλλονται ένα σωρό παράγοντες, που έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα, τα κίνητρα, τις προθέσεις, αλλά και τις συνθήκες, στις οποίες εκδηλώνεται η συμπεριφορά τη δεδομένη στιγμή. Ανάμεσα σε αυτούς τους παράγοντες, τώρα, πρέπει να προσθέσουμε και την επιθυμία για... άγνοια. Και εξηγούμαι:
Οι άνθρωποι, αποκαλύπτουν οι έρευνες, τις περισσότερες φορές προτιμούν να αγνοούν τις σημαντικές πληροφορίες και γνώσεις που πιθανόν θα βελτίωναν τη ζωή τους, κυρίως όταν οι πληροφορίες αυτές είναι επώδυνες, αλλά μερικές φορές ακόμη κι όταν είναι ευχάριστες. Τρελό!
Το Ινστιτούτο Max Planck, φέρ’ ειπείν, στο Βερολίνο, διαπίστωσε ότι το 90% των ατόμων δε θέλουν να γνωρίζουν πότε θα πεθάνουν είτε οι ίδιοι, είτε οι σύντροφοί τους. Κι αν δε θέλουμε να είμαστε τόσο μακάβριοι το ίδιο συμβαίνει και με την πιθανότητα ή τον χρόνο του διαζυγίου τους. Εννιά στους δέκα πάλι δε θέλουν να ξέρουν! Η λογική λέει, σε πρώτη ανάγνωση, ότι δεν ωφελεί να σκεφτόμαστε κάτι οδυνηρό, όπως ένα διαζύγιο, που όταν θα έρθει θα είναι ακόμα πιο επίπονο. Έλα, όμως, που αν το γνωρίζαμε από τώρα θα μπορούσαμε να προετοιμαστούμε, να αλλάξουμε (οπωσδήποτε!) και ίσως ακόμη και να αντιστρέψουμε την πορεία του γάμου μας. Αν, αλίμονο, δεν τα καταφέρναμε τότε ίσως προλαβαίναμε να μαζέψουμε όλες τις οικονομίες στον δικό μας τραπεζικό λογαριασμό. Καθόλου άσχημα, μην το υποτιμάμε.
Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και με τους παίχτες του χρηματιστηρίου. Όταν η αγορά είναι στα κάτω της δε θέλουν να μπουν να τσεκάρουν τις μετοχές από φόβο μη διαπιστώσουν το μεγάλο μέγεθος της ζημιάς. Προτιμούν να αγνοούν το ύψος της και να κρατούν μια ελπίδα ότι δε θα έχουν μεταβληθεί οι πολύτιμες μετοχές τους σε σκουπίδια. Αν όμως το έβλεπαν νωρίς θα μπορούσαν ίσως να τις πουλήσουν πριν φτάσουν σε αυτό το σημείο. Τώρα είναι πια αργά.
Κάτι ανάλογο διαπιστώνεται, τέλος και στα άτομα που πληροφορούνται ότι κάποιοι άλλοι τους βαθμολόγησαν πολύ χαμηλά στο χαρακτηριστικό της ελκυστικότητάς τους. Δε θέλουν να μάθουν πόσο άσχημα τα πήγαν, προφανώς από φόβο μήπως έπιασαν πάτο. Όσο και να πεις, πονάει, είναι καλύτερα να μην ξέρεις ότι δε βλέπεσαι!
Διαπιστώνουμε, επιπροσθέτως, ότι το μοτίβο επαναλαμβάνεται ακόμη και στα πιο σημαντικά ζητήματα, όπως είναι αυτό της υγείας. Γιατί παρόλο που η γνώση την οποία παρέχει ένα θετικό τεστ, για παράδειγμα, οδηγεί συχνά στην ίαση, οι πιο πολλοί άνθρωποι θα αρνηθούν να το κάνουν, χάνοντας έτσι μια μοναδική ευκαιρία ακόμη και να θεραπευτούν πλήρως. Και εμείς ύστερα μιλάμε για τους αρνητές εμβολίων του Covid-19! Αναμενόμενο.
Γενικά μιλώντας, η αποφυγή αυτή της γνώσης δεν είναι διόλου σεξιστική, άνδρες και γυναίκες τη χρησιμοποιούν το ίδιο, ούτε σχετίζεται με το εισόδημα, την ηλικία και το επίπεδο σπουδών του καθενός. Άρα πλούσιοι και φτωχοί, νεαροί και παππούδες, όπως και σπουδαγμένοι ή αγράμματοι όλοι με τις ίδιες πιθανότητες δεν πατάμε το ρημάδι το enter να ξεστραβωθούμε. Κανείς μας δε θέλει να ξέρει, όχι μόνο για κάτι συγκεκριμένο που αφορά όπως είπαμε σε ένα θέμα υγείας, σε μια ειδοποίηση απ’ την Εφορία ή σε ένα διαγώνισμα, που δεν πήγαμε καλά, αλλά σε οτιδήποτε. Είναι ένα χαρακτηριστικό σταθερό κι επαναλαμβανόμενο, μια τάση που είναι παρούσα και τον Μάη και τον Δεκέμβρη και πέρυσι και φέτος. Ρυθμίζει, δε τη συμπεριφορά μας κι αυτό είναι το σπουδαίο. Μόνο οι πιο εξωστρεφείς από μας, οι πιο ενσυνείδητοι κι όσοι είναι ανοιχτοί στις νέες εμπειρίες (σε αντίθεση με τους ψυχολογικά ασταθείς, δηλαδή τους νευρωσικούς) είναι πιο πιθανό να αναζητούν νέες πληροφορίες. Ακόμη κι αυτές που πονάνε, αλλά όπως είπαμε σε βάθος χρόνου μπορεί να είναι και πολύτιμες.
Στην τελική, δεν είναι κακό να μη θέλουμε να ξέρουμε το φύλο του μωρού που θα γεννηθεί, επειδή δεν επιθυμούμε να χαλάσουμε τη μαγεία της έκπληξης, αλλά είναι σίγουρα κακό να αποφεύγουμε να το μάθουμε γιατί αδυνατούμε να δεχτούμε ότι δεν είναι αυτό που φανταζόμαστε.
Το 20άρι της γνώσης φέτος, στη χρονιά που φεύγει, το κατέκτησε η επιστήμη, ευτυχώς. Το 2021 θα δείξει με ποιον τρόπο θα αξιοποιήσουμε αυτήν τη γνώση, αλλά με τόσους ψεκασμένους τριγύρω, δε θέλω να ξέρω! Χρόνια Πολλά.
Από τον Δημήτρη Παπαχατζόπουλο