κοινότητας για ανίχνευσή του και ίαση των νοσούντων. Δευτερευόντως στο γεγονός ότι οι άνθρωποι στις μέρες μας έχουν απομάθει τη συχνή εμφάνιση μεταδοτικών νόσων σε σημείο να τις θεωρούν «αλλότριες» προς την καθημερινότητά τους εμπειρίες.
Η πρόοδος άλλωστε που έχει σημειώσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες η ιατρική και φαρμακευτική επιστήμη, με την παρασκευή αποτελεσματικών εμβολίων, έχουν παραγκωνίσει τις ασθένειες αυτές στη λήθη του παρελθόντος, όχι και τόσο μακρινού σε μας.
Οι συχνοί εμβολιασμοί, λοιπόν, κατά των μολυσματικών ασθενειών που «θέριζαν» στην πραγματικότητα τους αγροτικούς και κτηνοτροφικούς πληθυσμούς της υπαίθρου αλλά και των πόλεων (φυματίωσης, τύφου, πολιομυελίτιδας και αρκετών άλλων) συνιστούσαν την αμυντική πανοπλία τους, που εγγυόταν την ανθεκτικότητα του οργανισμού για τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης.
Οι εμβολιασμοί αυτοί διοργανώνονταν μαζικά από το Υπουργείο Κοινωνικής Προνοίας με τη συνδρομή των τοπικών Υγειονομικών Κέντρων, που έδρευαν στις πρωτεύουσες των Νομών.
Στο πλαίσιο του παρόντος σημειώματος θα αναφερθούμε στη διοργάνωση αντιφυματικού εμβολιασμού κατά τον Φεβρουάριο του 1961. Είναι γνωστό ότι η φυματίωση ήταν νόσος ευρύτατα διαδεδομένη μεταξύ του πληθυσμού κατά τις προηγούμενες δεκαετίες εξαιτίας των δοκιμασιών της πολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου αλλά και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης του ελληνικού λαού.
Με έγγραφό της, λοιπόν, της 16ης Φεβρουαρίου 1961, που έφερε τον τίτλο «Περί διενεργείας αντιφυματικού εμβολιασμού», η Νομαρχία Λαρίσης ενημέρωνε τους δημάρχους και κοινοτάρχες της περιοχής για τη διενέργεια αντιφυματικού εμβολιασμού με B.C.G. (Ηρ. Παπαθανασιάδης, Νομάρχης Λαρίσης προς τους κ.κ. Δημάρχους και Προέδρους Κοινοτήτων Νομού, Εν Λαρίση τη 16η Φεβρουαρίου 1961/Αριθ. πρωτ. 7445/Αριθ. εγκ. 38/Αρχεία Νομού Λάρισας/ΔΗΜ. 24.01/Φ. 205/Αρχείο Κοινότητας Σιτοχώρου Φαρσάλων).
Στο παραπάνω έγγραφο διευκρινιζόταν ότι τον εμβολιασμό θα πραγματοποιούσαν κινητές υγειονομικές μονάδες αποτελούμενες από γιατρούς και διπλωματούχες νοσοκόμες σε ολόκληρη την επικράτεια του Νομού, ενώ αποσαφηνιζόταν ότι θα περιλάμβανε και τα άτομα που ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα μεταξύ ενός και είκοσι ετών (συχνή ήταν άλλωστε κατά την ίδια περίοδο η διεξαγωγή αντιφυματικού εμβολιασμού στους μαθητές των σχολείων…).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νομάρχης Λαρίσης Ηρακλής Παπαθανασιάδης που υπέγραψε το έγγραφο κατόπιν εντολής του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας, μάλλον για να επιτύχει την αθρόα συμμετοχή των πολιτών στον εμβολιασμό, υποστήριζε πως θεωρούσε τον εμβολιασμό ως «εν των ισχυροτέρων όπλων διά την καταπολέμησιν της φυματιώσεως», ενώ διακήρυσσε τη σημασία του αντιφυματικού αγώνα «διά την δημόσιαν υγείαν, διά την ευημερίαν και γενικώτερον διά το μέλλον του ημετέρου Έθνους».
Επιχειρώντας δε να διασκεδάσει την ύπαρξη τυχόν φόβων και ανασφαλειών μεταξύ του πληθυσμού σχετικά με τον επικείμενο εμβολιασμό και προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνδρομή των τοπικών αρχόντων για την επιτυχή διεξαγωγή του, χαρακτήριζε τον εμβολιασμό ως «απολύτως ακίνδυνο και αναμφισβήτητα αποτελεσματικό».
Το έγγραφο έκλεινε με την παρατήρηση, που είχε πάντως την ίδια στόχευση, δηλαδή να πείσει τους κατοίκους των δήμων και κοινοτήτων του Νομού να συμμετέχουν μαζικά στον εμβολιασμό, ότι ο αντιφυματικός εμβολιασμός διά της δραστικής ουσίας B.C.G. εφαρμοζόταν σε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου και μάλιστα σε κάποιες από αυτές υποχρεωτικά. Συμπληρωματικά αναφερόταν ότι ο εν λόγω εμβολιασμός είχε καταστεί υποχρεωτικός και στην Ελλάδα βάσει του Νόμου 4053/60.
Επιπλέον, τονιζόταν ότι η εφαρμογή του εμβολίου ετύγχανε «της ανεπιφυλάκτου εγκρίσεως» των αρμόδιων διεθνών και εγχώριων επιστημονικών οργανώσεων, μεταξύ αυτών και της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (του αντίστοιχου σημερινού Π.Ο.Υ…).
Στην παρουσίαση του εγγράφου που προηγήθηκε είναι πιθανό ο σύγχρονος αναγνώστης να εντοπίσει ψήγματα από τον προβληματισμό που έχει ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας και στη δημόσια σφαίρα σε σχέση με τα εμβόλια που έχουν παρασκευαστεί κατά του κορονοϊού και την πρόθεση της Ελληνικής Πολιτείας, και όχι μόνο αυτής, να προβεί σε μαζικούς εμβολιασμούς για την επίτευξη ανοσίας στον γενικό πληθυσμό.