ήρωες, κατά τους Ιστορικούς, είναι άνθρωποι σαν όλους τους άλλους, με τις αρετές και τα ελαττώματά τους, με τις αδυναμίες, τα πάθη, τα λάθη τους, την καθημερινότητά τους. Οπότε αρκετές ασήμαντες πράξεις των σημαντικών ανθρώπων παραλείπονται δημιουργώντας έτσι μονοδιάστατη εικόνα για τον χαρακτήρα, το ήθος και τη δράση τους. Όμως αρκετές από τις ασήμαντες αυτές πράξεις των μεγάλων αντρών είναι συχνά πιο ενδιαφέρουσες από εκείνες που οι ιστορικοί επιλέγουν να διηγηθούν.
Το πώς λ.χ. ο Κολοκοτρώνης ή ο Ανδρούτσος ή ο Καραϊσκάκης σχεδίαζαν, τις μάχες και απωθούσαν τον εχθρό οι ιστορικοί συγγραφείς ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον να το παρουσιάσουν πιο εμφαντικά. Για το πώς όμως, περνούσε ο κάθε οπλαρχηγός τις απλές, προσωπικές και ανθρώπινες στιγμές του, ελάχιστα ξέρουμε. Για το πώς εμψύχωναν τους στρατιώτες ή για το πώς σχετιζόταν οι οπλαρχηγοί με τους απλούς αγωνιστές, σχεδόν δε γνωρίζουμε τίποτε, ενώ πάμπολλα απλά συμβάντα και περιστατικά απέβησαν όχι απλώς καθοριστικά, αλλά και άλλαξαν άρδην την πορεία αρκετών σημαντικών μαχών.
Αξίζει λοιπόν ν’ ανιστορήσουμε ορισμένα τέτοια περιστατικά, κωμικά κυρίως, που έμειναν στην αφάνεια, αλλά και άλλα, κατεξοχήν τραγικά, που μας μεταδόθηκαν σκοπίμως διαστρεβλωμένα, έτσι ώστε να προσεγγίσουμε και την καθαρά ανθρώπινη πλευρά του ιστορικού ήρωα. Κι ας ξεκινήσουμε μ’ ένα ευτράπελο που έλαβε χώρα στον στρατό του Καραϊσκάκη κατά μάχη που δόθηκε στο Τουρκοχώρι τον Δεκέμβρη του 1826, 13 μόνο ημέρες ύστερα από τη λαμπρή νίκη στην Αράχοβα, για να δούμε έτσι πώς ο Καραϊσκάκης ήξερε να κάνει τους κιοτήδες παλικάρια δίχως ν΄αναγκαστεί να τους φορέσει το βρακί της Κατερίνας. (Σ’ αυτό έφτανε όταν ήθελε να τους εξευτελίσει κι όχι να τους γκαρδιώσει, προκειμένου να παραδειγματίσει τους άλλους).
Στο ασκέρι του Καραϊσκάκη, όπως μας πληροφορεί ο Δ. Φωτιάδης υπήρχε κι ένας κοντός, σπανός, ξερακιανός ασχημομούρης με φουστανέλα κουρελιασμένη και βρώμικη, που δεν ήξερε κανείς από πού κρατάει η σκούφια του. Και τα παλικάρια, όπως πάντοτε συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, διασκέδαζαν πάνω του την ανία τους χλευάζοντάς τον και αναθέτοντάς του όλες τις αγγαρείες και τις ταπεινές δουλειές. Και πειραχτικά του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Κλανομάρω κι όλοι τους, κι ο στρατηγός ακόμα, τον ήξεραν και τον αποκαλούσαν μ’ αυτό. Ο καημένος έσκαγε απ’ το κακό του και πάσχιζε να βρει τρόπο ν΄αποτινάξει από πάνω του την υποτίμηση και την Κλανομάρω....
Στη μάχη της Αράχοβας πέτυχε μπροστά του έναν σκοτωμένο Τούρκο. Δίχως να τον αντιληφθούν οι άλλοι τού πήρε τ’ άρματα και ό,τι άλλο μπορούσε να φορέσει πάνω του. Και την επομένη της μάχης κρεμάει μπαλάσκα, ζώνεται σελάχι, χώνει μέσα σ’ αυτό μια μακριά κουμπούρα και παρουσιάζεται καμαρωτός στο στρατόπεδο, για να τον δει ο στρατηγός. Το τι επακολούθησε μόλις τον είδαν οι άλλοι δεν περιγράφεται. Τον πήραν από πίσω, καθώς προχωρούσε, για να παρουσιαστεί στον Καραϊσκάκη, και τον παίνευαν για το παράστημα, τη λεβεντιά και την αντρειοσύνη του! Κι όσο η Κλανομάρω κορδώνονταν, άλλο τόσο οι στρατιώτες κατουριόταν από τα γέλια. Κι ο ίδιος ο Καραϊσκάκης τον παίνεψε, τον θαύμασε με το παραπάνω, και του είπε ότι στην επόμενη μάχη περιμένει απ’ αυτόν να νικήσει μόνος του τους Τούρκους....
Ήρθε σε λίγο και η μάχη στο Τουρκοχώρι. Γρήγορα οι Έλληνες πήραν φαλάγγι τους εχθρούς, χάρη κυρίως στον σχεδιασμό και στην αυταπάρνηση του αρχηγού τους, που καβάλα στ’ άλογό του κυνήγαγε τους Τούρκους τραντάζοντας με τις φωνές του ολόγυρα τις ράχες, ώσπου άξαφνα πίσω από μία πατουλιά βλέπει κάποιον που προσπαθούσε να κρυφτεί για να σωθεί απ’ την οργή του στρατηγού, ο οποίος θεωρούσε πως ο κρυμμένος ήταν εχθρός και τράβηξε αμέσως την μπιστόλα του να τον χτυπήσει. Η Κλανομάρω στη στιγμή πηδάει και βγαίνει απ’ την πατουλιά κατατρομαγμένος φωνάζοντας:
- Μη καπιτάνιε! Ιγώ είμι....
Κρατάει απότομα το άλογο ο αρχηγός και δήθεν απορημένος τον ρωτά:
- Ωρέ, Κλανομάρω, εσύ εδώ μέσα;
- Τι να κάμου, καπιτάνιε; Βούλωσε το ντουφέκι μ’ κι δεν μπόργα να πουλιμήσου...
Ο αρχηγός καμώθηκε πως τον πίστεψε και του λέει σοβαρά και επίμονα:
- Να, ωρέ, πάρε το δικό μου, αλλά θέλω να μου φέρεις τούρκικα κεφάλια...
Κι όπως χτύπησε το άλογό του και χάθηκε, η Κλανομάρω έγινε μεμιάς άλλος άνθρωπος. Φιλοτιμήθηκε τόσο, καθώς ο αρχηγός του έκανε την τιμή και του εμπιστεύθηκε το όπλο του, ώστε πέταξε από πάνω του τον φόβο, και όρμησε ανάμεσα στους πρώτους. Σκοτώνει δύο Τούρκους και παίρνοντάς τους τα κεφάλια τα πηγαίνει ευθύς στον Καραϊσκάκη! Ο αρχηγός τον παίνεψε τόσο σοβαρά πια μπροστά σε όλους, με αποτέλεσμα από εκείνη τη μέρα και στο εξής όλοι οι στρατιώτες ξέχασαν την Κλανομάρω και σεβόντουσαν το παλικάρι που είχαν δίπλα τους. Χάρη λοιπόν στο φιλότιμο του στρατηγού η δειλή Κλανομάρω μεταμορφώθηκε άρδην σ΄έναν ατρόμητο πολεμιστή!
* Για την ομάδα Ιστορικής Έρευνας Αγιάς «Δημ. Αγραφιώτης», Οδυσσέας Βάιου Τσιντζιράκος
* Η «ΕτΔ» θα φιλοξενήσει μια σειρά ιστορικών κειμένων (σε εβδομαδιαία βάση) που θα αναδεικνύουν αυτές τις λιγότερο γνωστές στιγμές της καθημερινότητας των ηρώων του ’21 με την επιμέλεια του κ. Οδυσσέα Τσιντζιράκου