δίγλωσσων παιδιών. Σύμφωνα με πρόσφατα καταγεγραμμένα στοιχεία, το ποσοστό των δίγλωσσων παιδιών στην Ελλάδα ξεπερνάει το 10% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού. Σχεδόν σε κάθε σχολική τάξη φοιτούν 1-4 δίγλωσσα παιδιά.
Τι σημαίνει, όμως, δίγλωσσο παιδί; Δίγλωσσο θεωρείται ένα παιδί του οποίου και οι γονείς έχουν διαφορετική μητρική γλώσσα, π.χ. ο πατέρας να μιλάει ελληνικά και η μητέρα αλβανικά ή όταν οι γονείς ενός παιδιού μιλούν την ίδια γλώσσα, αλλά μεγαλώνουν το παιδί σε περιβάλλον που μιλάει άλλη γλώσσα (π.χ. οι δύο γονείς μιλούν αλβανικά και ζουν στην Ελλάδα).
Όταν λέμε ότι ένα παιδί είναι δίγλωσσο σπάνια εννοούμε ότι η ικανότητά του είναι ίδια και στις δύο γλώσσες. Συνήθως μιλά τη μία και καταλαβαίνει την άλλη, ή μιλά και τις δύο αλλά γράφει ή διαβάζει μόνο στη μία ή εκφράζει καλύτερα τα συναισθήματά του στη μία. Η γλώσσα αυτή χαρακτηρίζεται ως κυρίαρχη και η άλλη ως δευτερεύουσα.
Η καλύτερη περίοδος για να μάθει ένα παιδί και τη δεύτερη γλώσσα είναι τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Αυτό μπορεί να γίνει, είτε μαθαίνοντας τις δύο γλώσσες ταυτόχρονα, ή αφού μάθει την πρώτη να ξεκινήσει και τη δεύτερη.
Συχνά υπάρχει η λανθασμένη αντίληψη ότι αν ένα παιδί μεγαλώνει ακούγοντας δύο γλώσσες, θα καθυστερήσει να μιλήσει. Τα δίγλωσσα παιδιά ίσως έχουν μια μικρή καθυστέρηση σε σχέση με τον μέσο όρο των παιδιών που μιλούν μόνο μία γλώσσα. Η καθυστέρηση αυτή θεωρείται εντός των φυσιολογικών ορίων, η ανάπτυξη του λόγου δηλαδή είναι φυσιολογική για την ηλικία τους. Η μικρή καθυστέρηση, αν υπάρχει, υποχωρεί με την ηλικία και στην έναρξη του σχολείου εξαφανίζεται.
Τα δίγλωσσα παιδιά ποτέ δεν εκτίθενται το ίδιο στις δύο γλώσσες. Πάντα η μία είναι κατά κάποιο τρόπο πιο «σημαντική». Γι’ αυτό είναι σημαντικό τα παιδιά να ακούν, όσο περισσότερο γίνεται, τη λιγότερο κυρίαρχη γλώσσα. Αυτό θέλει δουλειά από την πλευρά των γονιών. Σε περίπτωση που ο κάθε γονιός μιλά διαφορετική γλώσσα μπορεί να εφαρμοστεί το σύστημα «ένας γονιός-μία γλώσσα», όπου τα παιδιά μιλούν μία γλώσσα με τον κάθε γονιό. Μειονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι συχνά η γλώσσα που μιλά ο ένας γονιός είναι η γλώσσα που μιλά και το περιβάλλον και συνήθως καταλαβαίνει και ο άλλος γονιός. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να δίνονται πολλές ευκαιρίες για να μιλούν τα παιδιά τη λιγότερο συχνή γλώσσα, ώστε να εκθέτονται σε αυτή, να τη μάθουν και να μη τη θεωρούν υποδεέστερη.