τους; Τα τρολ του Twitter; Οι φανατικοί; Οι συκοφάντες; Οι συγγενείς του προέδρου;
Όλοι αυτοί λείπουν. Και στη θέση τους έχουμε υποψήφιους με υψηλές ικανότητες και πολυετή εμπειρία. Οι περισσότεροι γνωρίζουν καλά τόσο τους άλλους όσο και τον Μπάιντεν. Ο εξτρεμισμός, η ανικανότητα και τα μαχαιρώματα πίσω από την πλάτη που σφράγισαν την κυβέρνηση Τραμπ δίνουν τη θέση τους στον επαγγελματισμό, τη μετριοπάθεια και τη συναδελφικότητα. Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος οι «καλύτεροι και λαμπρότεροι» να καούν και να αποτύχουν. Γι’αυτό άλλωστε είχε δώσει αυτό το ειρωνικό παρατσούκλι ο Ντέιβιντ Χάλμπερσταμ στους απόφοιτους του Ivy League που κυβέρνησαν τις ΗΠΑ στα χρόνια του πολέμου του Βιετνάμ. Εκείνοι όμως είχαν ελάχιστη πολιτική εμπειρία. Αν ο Λίντον Τζόνσον ήταν ένας πολιτικός βετεράνος, ο Τζον Κένεντι ήταν νέος και δεν είχε δοκιμαστεί.
Το επιτελείο του Μπάιντεν μοιάζει με τους βετεράνους που είχε επιστρατεύσει ένας άλλος πρώην αντιπρόεδρος που γνώριζε από εξωτερική πολιτική. Ο Αντονι Μπλίνκεν και ο Τζέικ Σάλιβαν μπορεί να αποδειχθούν το ισχυρότερο δίδυμο υπουργού Εξωτερικών και συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας από την εποχή του συνδυασμού Τζέιμς Μπέικερ και Μπρεντ Σκόουκροφτ στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου. Ο Ρόναλντ Κλάιν, με τη μακρά εμπειρία του στην Ουάσινγκτον και τους στενούς δεσμούς με τον Μπάιντεν, θα είναι πιθανότατα ένας αποτελεσματικότερος προσωπάρχης από τον πρώην κυβερνήτη του Νιου Χάμσαϊρ Τζον Σουνούνου. Και αυτό έχει σημασία γιατί ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου είναι συνήθως η δεύτερη σημαντικότερη θέση της κυβέρνησης. Τούτων λεχθέντων, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Είναι μεγάλη βελτίωση να απαλλαγείς από μια ομάδα που υπονόμευε το εθνικό συμφέρον με την πρώτη ευκαιρία. Το ότι παύεις όμως να κάνεις τα λάθος πράγματα δεν σημαίνει πως θα ακολουθήσεις κατ’ ανάγκη και τη σωστή κατεύθυνση.
Ας πάρουμε τη Βόρεια Κορέα. Ο Μπάιντεν δεν θα έχει ασφαλώς συναντήσεις με τον Κιμ Γιονγκ Ουν με αποκλειστικό σκοπό να βγει φωτογραφία μαζί του. Τι θα κάνει όμως; Θα διατηρήσει τις κυρώσεις ελπίζοντας για το καλύτερο; Ή θα προτείνει μερική άρση των κυρώσεων με αντάλλαγμα ένα πάγωμα των πυρηνικών όπλων που θα είναι δύσκολο να επαληθευτεί; Υπάρχουν επιχειρήματα και για τις δύο προσεγγίσεις, ο δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί δεν είναι προφανής.
Το ίδιο ισχύει και με άλλα σημαντικά θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Ο Μπάιντεν δεν θα προσφέρει ένα μονόπλευρο ειρηνευτικό σχέδιο που θα αναγνωρίζει τον ισραηλινό εποικισμό, αγνοώντας τους Παλαιστίνιους. Τι ακριβώς θα κάνει όμως;
Ο νέος πρόεδρος θα επιδιώξει επίσης να αναβιώσει την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν. Τι θα κάνει όμως με την απόκτηση πυραύλων από το Ιράν και τις αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες της χώρας;
Ο Μπάιντεν δεν θα κάνει υποκλίσεις στον Πούτιν, πώς θα αντιμετωπίσει όμως τη ρωσική επιθετικότητα; Θα επιστρέψει στην κλιματική συμφωνία του Παρισιού, πώς θα πείσει όμως την Κίνα να μειώσει τις ρυπογόνες της δραστηριότητες; Δεν θα αγνοήσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία, πώς θα διαχειριστεί όμως αυτές τις δύσκολες σχέσεις; Και τι θα κάνει με το Αφγανιστάν; Θα αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις, με κίνδυνο να αναλάβουν τον έλεγχο οι Ταλιμπάν, ή θα δεσμευτεί για έναν αιώνιο πόλεμο;
Οι προκλήσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες αν σκεφθεί κανείς ότι ο Τραμπ θα κάνει τα πάντα για να υπονομεύσει τον διάδοχό του. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο Τραμπ είναι πιθανό να ξαναθέσει υποψηφιότητα το 2024. Είναι πολύ δύσκολο έτσι να πειστούν οι σύμμαχοι ότι η Αμερική επιστρέφει στην κανονικότητα αν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να ξαναβρεθεί στην εξουσία ο Τραμπ η κάποιος σαν κι αυτόν.
* Από τον Max Boot
* Ο Μαξ Μπουτ είναι αρθρογράφος της Washington Post
(Πηγή: Washington Post)