Οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ήμασταν λίγοι, η πόλη μικρή και, γι’ αυτό, δακτυλοδεικτούμενοι. Επιπροσθέτως, οι καθηγητές έπαιρναν, καθημερινά, απουσίες και με δύο αδικαιολόγητες, τον χρόνο, χάναμε την εξεταστική περίοδο στο μάθημά τους, με αποτέλεσμα οι συνθήκες λειτουργίας της σχολής να θυμίζουν, πιο πολύ, Μέση Εκπαίδευση και όχι Τριτοβάθμια.
Σημειωτέον, ότι η τηλεόραση, τότε, ήταν, ακόμη, ακριβό και δυσεύρετο είδος, ενώ η πληροφόρηση ήταν περιορισμένη και ελεγχόμενη, οπότε αντιλαμβάνεται κανείς τις συνθήκες ζωής μας. Ευτυχώς, δε, που υπήρχαν κινηματογράφοι, ζαχαροπλαστεία, Π.Α.Σ. Γιάννινα και γήπεδο, σπιτικά φοιτητικά πάρτι, αλλά και πολύωρη βόλτα, παντός καιρού, στο κέντρο της πόλης. Και επειδή στα Γιάννενα φοιτούσαμε, ως επί το πλείστον, παιδιά από επαρχία και, μάλιστα, άπορων οικογενειών, η, δωρεάν, σίτισή μας στη φοιτητική λέσχη έξι μέρες την εβδομάδα, όσων διαθέταμε χαρτί απορίας, έκανε τη ζωή μας λίγο πιο εύκολη.
Όλα αυτά, μέχρι τα τέλη του 1972, που το χουντικό καθεστώς άρχισε να αγριεύει και να παίρνει τα μέτρα του, προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία. Τέτοια μέτρα ήταν, π.χ., η διαθεσιμότητα ενοχλητικών στη Χούντα καθηγητών, όπως του αείμνηστου Φάνη Κακριδή, η αναγκαστική διακοπή της στρατιωτικής αναβολής φοιτητών με το πρόσχημα κατοχύρωσης του βαθμού μαθημάτων παρελθόντων ετών, προκειμένου να μειωθούν οι μακροχρόνιοι και ανεπιθύμητοι φοιτητές, και η άρνηση πραγματοποίησης ελεύθερων φοιτητικών εκλογών, για να προκύψουν αιρετά και όχι διορισμένα φοιτητικά όργανα.
Όλα αυτά και άλλα προκάλεσαν την οργή των πολλών φοιτητών, που, μέχρι τότε, αδιαφορούσαν, ως επί το πλείστον. Έκτοτε, όμως, τα πράγματα άλλαξαν και οι φοιτητές άρχισαν να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους με συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, κάτω απ’ την επίβλεψη, όμως, της αστυνομίας, που προέβαινε σε συλλήψεις και ανακρίσεις. Καθώς, δε, πλησιάζαμε προς την ημέρα της εξέγερσης, όλος ο φοιτητόκοσμος της χώρας ήταν σε αναβρασμό διεκδικώντας τα δικαιώματά του και καλύτερες συνθήκες στην Παιδεία και στην κοινωνία.
Πέρασαν από τότε 47 χρόνια. Η Χούντα έπεσε, οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος τιμωρήθηκαν, όπως τους ταίριαζε, η Δημοκρατία αποκαταστάθηκε και η χώρα μας απέκτησε νέο Σύνταγμα, το οποίο, για να μην οδηγηθούμε και πάλι σε εκτροπή, επαφίεται, κυρίως, όπως ρητά αναφέρεται σ’ αυτό, στον σεβασμό και στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Η πατρίδα μας, οργανικό μέλος, πλέον, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βιώνει, παρά τα προβλήματά της, δημοκρατικές ελευθερίες, καλύτερη εκπαίδευση και καλύτερο βιοτικό επίπεδο σε σχέση με το χθες, αν και εχθρός του καλού είναι, πάντα, το καλύτερο. Το Πολυτεχνείο, όχι μόνο δεν ξεχάστηκε, αλλά έγινε θρύλος και γιορτάζεται, κάθε χρόνο, με τιμές και πορείες, άσχετα, αν αρκετοί απ’ τους πρωταγωνιστές του έσπευσαν, νωρίς, να το εκμεταλλευθούν και να εξαργυρώσουν, με τον τρόπο τους, τις αγωνιστικές τους περγαμηνές. Και επειδή το Κ.Κ.Ε. και η Αριστερά, γενικότερα, πρωτοστάτησε στον αγώνα για την πτώση της Χούντας, μια που αυτό, κυρίως, ήταν στο στόχαστρο των πραξικοπηματιών, καλά κάνει και, δικαιολογημένα, πρωτοστατεί, κάθε χρόνο, στις εκδηλώσεις αυτές μνήμης και τιμής.
Δίνει, ωστόσο, την εντύπωση με τους αγώνες του, ότι είναι κολλημένο στο χθες, ότι πιστεύει, πως τίποτε δεν άλλαξε στη χώρα, από τότε μέχρι σήμερα, ενώ, κάποιες φορές, παραβλέπει και αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ, πως η Δημοκρατία δε σημαίνει ασυδοσία. Απόδειξη αποτελεί και το γεγονός, πως δεν ενδιαφέρονται, ιδιαίτερα, που κάποιοι περιθωριακοί και μπαχαλάκηδες, χρησιμοποιούν ως άλλοθι το Πολυτεχνείο και το εκμεταλλεύονται, κατά καιρούς, καταλαμβάνοντας κτίρια, καταστρέφοντας περιουσίες, πετώντας βόμβες μολότοφ κατά αστυνομικών και άλλων στόχων, με αποτέλεσμα να γίνεται, έτσι, δύσκολη η ζωή των πολλών.
Φέτος, μάλιστα, που μια άλλου τύπου αδυσώπητη Χούντα, αυτήν του Covid-19, δοκιμάζει τις αντοχές του λαού σκορπώντας τον θάνατο, το Κ.Κ.Ε. και κάποιοι άλλοι επέλεξαν, παρότι η χώρα διαθέτει, δημοκρατικά, εκλεγμένη κυβέρνηση, να οικειοποιηθούν, πλήρως, το Πολυτεχνείο, που είναι υπόθεση ολοκλήρου του λαού πλην ελαχίστων, και να αγνοήσουν, επιδεικτικά, τα, προς αποφυγή συνωστισμού, απαγορευτικά, σύννομα και προσωρινά μέτρα, χάριν της προστασίας των πολιτικών ελευθεριών, που, κατά την άποψή τους, κινδύνευαν.
Έτσι, όμως, το Πολυτεχνείο ζει, μεν, αλλά, δυστυχώς, κάθε άλλο παρά μας οδηγεί στις ράγες του.
Από τον Κώστα Γιαννούλα