τους, τα οποία όμως φαίνεται να συνέβαλαν στις πλημμύρες περισσότερο από όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Αγνοώντας αυτά τα αίτια, δυστυχώς επιμένουμε να αναζητούμε λύσεις προς τη λάθος κατεύθυνση.
Στις 17 Σεπτέμβρη και παρά τις αρχικές προβλέψεις για την πιθανή πορεία του, ο κυκλώνας «Ιανός» κατευθύνεται προς τον θεσσαλικό κάμπο. Στο παρελθόν, ανάλογα καιρικά φαινόμενα είχαν προκαλέσει πλημμύρες στην περιοχή, όμως πάντα εκτονώνονταν σε καλλιεργήσιμες γαίες, συνεπώς δεν φαινόταν να συντρέχει λόγος ανησυχίας για τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες και τους κατοίκους. Μία μέρα μετά, η περιοχή βιώνει την απόλυτη καταστροφή. Ανθρώπινες ζωές χάθηκαν, κτίρια κατέρρευσαν, πολλά πεδινά χωριά πλημμύρησαν και χάθηκαν περιουσίες (υπάρχουν αναφορές για 5.000 σπίτια που επλήγησαν), ακραία φαινόμενα καταγράφηκαν στα ορεινά, ενώ όλη η πόλη της Καρδίτσας «βούλιαξε».
Το μέγεθος των πλημμυρικών εκτάσεων εκτιμήθηκε στα 155.800 στρέμματα, με τον μετεωρολογικό σταθμό του ΜΕΤΕΟ/ΕΑΑ στο Μουζάκι να καταγράφει 254,2 mm βροχής στις 18 Σεπτεμβρίου 2020 (αντίστοιχα στην Καρδίτσα καταγράφηκαν 190,6 mm βροχής και στα Τρίκαλα 103,8 mm). Το 1994 σε αντίστοιχο γεγονός, οι πλημμυρικές εκτάσεις ήταν 26.000 στρέμματα, ενώ τον Φεβρουάριο του 2018 πλημμύρισαν 101.790 στρέμματα. Τότε, στα Τρίκαλα είχαν καταγραφεί βροχές ύψους 135,2 mm και στην Καρδίτσα 187,2 mm (για το διάστημα 19-28 Φεβρουαρίου 2018).
Για να κατανοήσουμε τα αίτια των πρόσφατων πλημμυρών, θα πρέπει να ανατρέξουμε σε προηγούμενες δεκαετίες και τις αλλαγές που έγιναν στη μορφολογία και τα φυσικά χαρακτηριστικά του κάμπου.
Το 1933 συντάχθηκε μια μελέτη από την εταιρεία Boot για υδραυλικά έργα στη Θεσσαλία. Για την περιοχή της Καρδίτσας, η μελέτη κάνει λόγο για αποξήρανση 65.000 στρεμμάτων μόνιμων ελών και 535.000 στρεμμάτων κατακλυζόμενων εδαφών, καθώς και για εκτροπές πολλών ποταμών της περιοχής. Η μελέτη της Boot δεν εφαρμόστηκε - τουλάχιστον σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε. Στις αεροφωτογραφίες της περιόδου 1945-1960 στο Κτηματολόγιο ή σε χάρτες της εποχής, η ευρύτερη περιοχή της Καρδίτσας φαίνεται ότι διατηρεί τα αρχικά χαρακτηριστικά της. Το υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής είναι πυκνό και δίπλα στα μεγάλα ποτάμια του κάμπου υπάρχουν υγροτοπικές περιοχές που λειτουργούν ως περιοχές αποθήκευσης νερού και εκτόνωσης των πλημμυρικών φαινομένων.
Οι τεράστιες αλλαγές σημειώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 – αρχές της δεκαετίας του ’70, με τον «αναδασμό», την προσπάθεια δηλαδή του ελληνικού κράτους να αναδιανείμει τη γη, να εκσυγχρονίσει τις καλλιεργητικές και αρδευτικές πρακτικές και να αυξήσει την παραγωγή. Το τίμημα όμως για την αδιαμφισβήτητη αύξηση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων του κάμπου ήταν, μεταξύ άλλων, η ολοκληρωτική μετατροπή του τοπίου και η μεταβολή των υδρολογικών συνθηκών.
Όπως πολύ εύγλωττα περιγράφεται σε κάποιες επιστημονικές εργασίες (Halstead 2019, Krahtopoulou et al 2020), «την αναδιανομή της γης ακολούθησαν ολοκληρωτικές εργασίες αναμόρφωσης του τοπίου: υγρότοποι αποξηράθηκαν, οι κοίτες των ποταμών επανασχεδιάστηκαν και διευθετήθηκαν και τα μικρότερα ρέματα επιχώθηκαν και εξαφανίστηκαν. Παράλληλα, κατασκευάστηκαν αρδευτικά κανάλια, επανασχεδιάστηκαν οι δρόμοι και ρέματα ώστε να εξυπηρετούν τη νέα αρχιτεκτονική του χώρου, ενώ όπου η γη παρουσίασε λόφους, έντονες κλίσεις και έντονο ανάγλυφο, έγιναν εκτεταμένες και σαρωτικές χωματουργικές εργασίες, καταστρέφοντας για πάντα εκτός των άλλων και αρχαιολογικούς χώρους όπως οι Μαγούλες. Ένας μόνο υγρότοπος γλίτωσε, το «Μάτι», κοντά στους Αγίους Θεοδώρους, μιας και θεωρούσαν ότι είχε μαγικές και ιαματικές ιδιότητες».
Όπως είναι εμφανές, σε ολόκληρο τον θεσσαλικό κάμπο έγιναν «κοσμογονικές» αλλαγές εκείνη την περίοδο. Ενδεικτικά, ο ποταμός Πάμισος, ο οποίος περνούσε ανάμεσα στα Καλογριανά και το Ριζοβούνι και κατευθυνόταν στον Μέγα ποταμό, μετά τον αναδασμό έγινε ανακατεύθυνση και τα νερά του οδηγήθηκαν απευθείας στον Πηνειό. Αντιστοίχως, οι πλημμυρικές εκτάσεις, ακόμη και σε περιοχές δίπλα σε χωριά, έπαψαν να υπάρχουν. Με το πέρασμα των χρόνων και την απώλεια της συλλογικής μνήμης για την αξία και τη δύναμη των ποταμών και της φύσης, οι ανθρώπινες επεμβάσεις άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο επίμονες: τα ποτάμια άρχισαν να περιορίζονται με αναχώματα, οι παλιοί μαίανδροι καταστράφηκαν και οι κοίτες ευθυγραμμίστηκαν. Τα ποτάμια άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως αγωγοί και ως κανάλια μεταφοράς νερού για άρδευση. Αυτή η «αντιπλημμυρική» προσέγγιση φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Με εντολή των αρμόδιων υπηρεσιών τα ποτάμια άρχισαν να «καθαρίζονται» και η βλάστηση να απομακρύνεται - μια λανθασμένη πρακτική που αρχίζει να εντυπώνεται βαθιά στην αντίληψη των υπευθύνων ως ορθή.
Οι πρωτοφανείς καταστροφές στην πόλη της Καρδίτσας και στο Μουζάκι επιβεβαιώνουν την αντίληψη που έχουμε για τα ποτάμια και τα φυσικά οικοσυστήματα. Στις μόνιμες αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τον αναδασμό, προστέθηκαν εκτεταμένες παρεμβάσεις κατά μήκος των ποταμών (επιχώσεις και στραγγαλισμού της κοίτης, κάθετες γέφυρες, «φράγματα» κ.ά.). Ως αποτέλεσμα, σε ακραία καιρικά φαινόμενα όπως ο «Ιανός», όπου οι παροχές του νερού υπερβαίνουν τις συνήθεις τιμές, τα ποτάμια δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν και η εκτόνωση μέσω πλημμυρών είναι φυσιολογική. Όταν δίπλα στα ποτάμια βρίσκονται και ανθρώπινες δραστηριότητες, τότε είναι που αρχίζει η «σύγκρουση συμφερόντων».
Στις λάθος πρακτικές δεκαετιών έρχεται να προστεθεί η ένταση του κλιματικού φαινομένου. Μέσα σε μία ημέρα έριξε πολλαπλάσια βροχή σε σχέση με προηγούμενες κακοκαιρίες. Ακόμη και περιοχές που δεν συνόρευαν με ποτάμια, πλημμύρισαν λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών. Παρομοίως, η έκταση των καταστροφών στα ορεινά χωριά της Καρδίτσας, εκεί που ο όγκος του νερού είναι ακόμη σχετικά μικρός, δείχνει ότι το νερό που έφερε ο «Ιανός» ξεπερνούσε κατά πολύ τον σχεδιασμό των υποδομών. Συνεπώς, πλημμύρες πιθανόν να συνέβαιναν ακόμη και αν οι αρμόδιες αρχές είχαν προετοιμαστεί καλύτερα. Δυστυχώς, φαίνεται από τις προβλέψεις των επιστημόνων ότι η κλιματική κρίση θα αυξήσει κατά πολύ τη συχνότητα και ένταση τέτοιων φαινομένων, κάνοντας έτσι πιο επιτακτική την ανάγκη να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες.
Ο «ΙΑΝΟΣ» ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΟΡΘΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
«Το νερό θα βρει τον δρόμο του», λέει μια σοφή, λαϊκή ρήση. Ο «Ιανός» κατέδειξε για άλλη μια φορά τον λάθος σχεδιασμό στις υποδομές, καθώς και το πόσο ευάλωτες είναι οι τοπικές κοινωνίες στην ένταση των κλιματικών φαινομένων. Η κλιματική αλλαγή είναι μια μη διαπραγματεύσιμη αλήθεια, η οποία συνδέεται, εκτός από τις πλημμύρες, και με άλλα φαινόμενα όπως είναι οι πυρκαγιές μεγάλης έντασης, οι ξηρασίες, η ερημοποίηση, η διάβρωση του παράκτιου χώρου κ.ά.
Μία ανάσχεση της αλλαγής του κλίματος, μέσω της ανταπόκρισης των κρατών παγκοσμίως στην προσπάθεια να μειωθούν οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου, δυστυχώς δεν φαίνεται πως θα έρθει άμεσα. Οπότε, οι κοινωνίες και το κράτος θα πρέπει στο μεταξύ να εστιάσουν και στην προσαρμογή τους απέναντι στην ένταση των φαινομένων. Αν το δει κάποιος λογικά, τρεις φαίνεται να είναι οι διαθέσιμες επιλογές:
Η πρώτη είναι... να μην κάνουμε τίποτα. Να θεωρήσουμε ότι ο «Ιανός» (και ο κάθε «Ιανός») είναι ένα τυχαίο γεγονός που λαμβάνει χώρα κάθε 50 ή 100 χρόνια και να συνεχίσουμε χωρίς καμία προσπάθεια να προσαρμοστούμε ως κοινωνία και ως πολίτες στις νέες συνθήκες. Όποιος βιαστεί να πει ότι αυτό δεν συμβαίνει, ας αναρωτηθεί: «γιατί σε περιοχές όπου υπήρξαν προηγούμενες καταστροφές (π.χ. το 2009 στο Ληλάντιο πεδίο), δεν έγινε τίποτα;».
Η δεύτερη επιλογή είναι να πάρουμε απόφαση ότι οι νέες συνθήκες απαιτούν δραστικές λύσεις, αλλά οι σχετικές δράσεις για την πρόληψη παρόμοιων συμβάντων να ακολουθούν τις καθιερωμένες πρακτικές: για τις πλημμύρες να συνεχίσουν να προωθούνται καθαρισμοί και διανοίξεις ρεμάτων, κατασκευή ακόμα πιο ψηλών αναχωμάτων σε ποτάμια, κατασκευή φραγμάτων και άλλα αντιπλημμυρικά έργα κ.ά. Δυστυχώς όμως, η εμπειρία, τόσο από την Ελλάδα όσο και από ανάλογα γεγονότα στο εξωτερικό, έχει δείξει ότι τέτοιες πρακτικές έχουν αποτύχει τελείως. Η ένταση των φαινομένων πάντα θα φέρνει στην επιφάνεια την αστοχία των «γκρίζων» υποδομών και την αδυναμία τους να ελέγξουν τη δύναμη της φύσης.
Η τρίτη εναλλακτική απαιτεί να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε έξω από τα καθιερωμένα, να αντιμετωπίσουμε τη φύση ως σύμμαχο και όχι σαν εχθρό. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε και να υλοποιούμε δράσεις «χρησιμοποιώντας» τη φύση και τις φυσικές διεργασίες ως λύση (Nature-based Solutions). Ενδεικτικά, τέτοιες λύσεις περιλαμβάνουν αποκαταστάσεις υγροτόπων και πλημμυρικών περιοχών (floodplains), επαναφορά του πλάτους των ποταμών στις αρχικές διαστάσεις, καθαιρέσεις αυθαίρετων αλλά και «νόμιμων» κατασκευών, και αποτελεσματική διαχείριση και προστασία των δασικών οικοσυστημάτων ώστε να συμβάλουν στη μείωση των πλημμυρών.
Η τελευταία εναλλακτική φαντάζει στους περισσότερους ως η πλέον φυσιολογική. Για να μπει όμως σε εφαρμογή, απαιτούνται γενναίες αποφάσεις, τόσο από τους πολίτες που θα πρέπει να κάνουν παραχωρήσεις, όσο και από τις υπεύθυνες αρχές και τους αιρετούς, που θα πρέπει να αφουγκραστούν τις πραγματικές ανάγκες και λύσεις, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης της χώρας. Όσο αργούμε να στραφούμε προς αυτήν την κατεύθυνση, τόσο θα μετράμε θύματα και θα ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις των καταστροφών*.
Η Ευρώπη έχει ήδη χαράξει πορεία δίνοντας πολιτικές κατευθύνσεις (π.χ. νέα πράσινη συμφωνία), που θα έχουν, μεταξύ άλλων, κύριο συστατικό τη φύση και την προστασία της. Οι λύσεις υπάρχουν και αν ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις, μπορούμε να είμαστε πρωτοπόροι σε αυτήν την προσπάθεια και να μη μας οδηγούν - όπως συνήθως γίνεται - οι διεθνείς εξελίξεις.
Ευχαριστούμε τον Δ. Θεοδοσόπουλο, αγρονόμο - τοπογράφο μηχανικό του Ε.Μ.Π., μέλος του Πανελλήνιου Συλλόγου «Ροή - Πολίτες υπέρ των ρεμάτων» για την πολύτιμη συνδρομή του στη σύνταξη του άρθρου.
* Σύμφωνα με το πρόσφατο report του WWF Ελλάς «Πράσινη Ανάκαμψη για την Ελλάδα», την τελευταία δεκαετία το κόστος των πλημμυρών στην Ελλάδα έχει ανέλθει στα 3 δισ. ευρώ σε κατεστραμμένες υποδομές.
Από τον Θάνο Γιαννακάκη, επιστημονικό συνεργάτη του WWF Ελλάς