ουίσκι, στριμώχνεται δίπλα μου, μη φορώντας μάσκα. Ρωτώ: «Γιατί ήρθες τόσο κοντά;». Καμία απάντηση, κάνει το κορόιδο. Αλλάζω θέμα και ξαναρωτώ: «Πού είναι η μάσκα σου, γιατί δεν τη φοράς;» Απαντά με...ξέχειλο θάρρος προς έκπληξη των παρευρισκομένων που φάνηκε στο πρόσωπό τους: «Έτσι γουστάρω εγώ ρε φίλε, λογαριασμό θα σου δώσω; Άντε και...». Δεν δίνω συνέχεια και κατευθύνομαι προς την έξοδο, όπου ακούω καθαρά πίσω μου, να μονολογεί «Ήρθε αυτός τώρα να μας μάθει, ο ξύπνιος...».
Σκηνή δεύτερη. Παραμονή του λοκντάουν πάλι στην αγορά, που αυτήν τη μέρα σφύζει από κόσμο. Στέκομαι έξω από το φαρμακείο φορώντας τη μάσκα μου και περιμένω να βγει ο πελάτης που ήταν μέσα. Φουριόζος, αφού πρώτα με σκουντάει, μπαίνει ο μεσήλικας κάφρος, κάνοντας πως δεν με βλέπει. Λέω: «Κύριε, δεν είναι η σειρά σας, βγείτε έξω σας παρακαλώ». Αυτός κοιτάζει προς το μέρος μου, δεν απαντάει, ενώ εγώ συνεχίζω: «Δεν ακούτε; Δεν είναι η σειρά σας κύριε, βγείτε αμέσως έξω. Πού είναι η μάσκα σας;». Απάντηση: «Αφού δεν υπάρχει ουρά, τι θέλεις; Γούστο και καπέλο μου, τι θα κάνεις, θα με δείρεις;». Κάποιοι περίεργοι περαστικοί μαζεύτηκαν γρήγορα. Ένιωσα πραγματικά ντροπή και έφυγα...ηττημένος.
Τέτοιες μικρές καθημερινές σκηνές οι οποίες δυστυχώς εκτυλίσσονται σ’ αυτά τα καταστήματα με πολυκοσμία, κυρίως τώρα με τον κορονοϊό, είναι πολλές.
Τι είναι τώρα αυτό; Από πού αντλούν, ο μεν νεαρός, η...ελπίδα του έθνους, κι ο άλλος, ο...πολύπειρος μεσήλικας, τόσο θράσος και τόση άγνοια κινδύνου; Μήπως είναι μαγκιά; Ας το φαιδρύνουμε λίγο. Αυτό το μάγκικο «γουστάρω» το ‘χει πει καλύτερα με τον τρόπο του κι ο λαϊκός συνθέτης Μανώλης Χιώτης τη δεκαετία του 1960. «Τι σε νοιάζει που γυρίζω/τα φιλιά μου κι αν χαρίζω/κι αν τα πίνω και καπνίζω/έτσι γουστάρω εγώ/Τώρα πια είναι αργά/πίσω δεν ξαναγυρίζω/να ξανάρθω δε νομίζω/μια ζωή καινούρια αρχίζω/κι όπου θέλω θα γυρίζω/έτσι γουστάρω εγώ».
Όπως κι ο όψιμος ροκάς Ν. Καρβέλας, που βάζει στο τραγούδι του τον επαναστατημένο νέο να λέει στη μητέρα του: «Μαμά, μη με ρωτάς που ώρες-ώρες μου σαλεύει/γιατί έτσι γουστάρω/γιατί έτσι τη βρίσκω/γιατί έτσι μ’ αρέσει/γιατί έτσι το θέλω/γιατί έτσι γουστάρω».
Σ’ αυτό το δεύτερο και πολύ μεγαλύτερο κύμα του φθινοπώρου, δυστυχώς, ο κορονοϊός προσβάλλει και νέους, αφού ο μέσος όρος των θετικών είναι κάπου στα σαράντα έτη (από στοιχεία του περασμένου Οκτώβρη). Αυτό ανάγκασε τους λοιμωξιολόγους να προχωρήσουν στην επιβολή χρήσης μάσκας σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους για όλους, ασχέτως αν κάποιοι θερμόαιμοι νέοι συνέχιζαν να ξενυχτούν στις πλατείες. Είπαμε, όταν «κοχλάζει» το αίμα τους, να σκέπτονται και τους άλλους που δεν τους φταίνε σε τίποτα. Τώρα με το λοκντάουν να δούμε πως θα τη «βγάζουν» αυτοί οι θερμοκέφαλοι. Ο πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου σε ερώτηση δημοσιογράφου για το πώς φτάσαμε ως εδώ, απάντησε: «Ο καθένας έχει διαφορετικό δρόμο. Άλλοι θρηνώντας, άλλοι πανηγυρίζοντας, άλλοι διαδηλώνοντας, άλλοι διασκεδάζοντας, άλλοι αρνούμενοι την ύπαρξη του ιού και άλλοι έχοντας αναγκαστικά εκτεθεί -είτε λόγω εργασίας, είτε λόγω μετακίνησης με τα μέσα μαζικής μεταφοράς».
Τα είπε όλα ο άνθρωπος μ’ αυτά τα λίγα λόγια, δεν χρειάζονται περισσότερα.