από τις άκρες το σχοινί και το ανέμιζαν κάνοντας κυκλικές κινήσεις των χεριών τους. Με αυτή την κίνηση το σχοινί σχημάτιζε ένα είδος ‘’θόλου’’(καμάρα δηλαδή). Και ενώ το σχοινί ήταν σε διαρκή κίνηση, έμπαιναν μέσα στον ‘’θόλο’’ που σχηματιζόταν, ένα, δύο, καμιά φορά και τρία άτομα (όχι παραπάνω, διότι η καμάρα ήταν μικρή) και με μικρά επιτόπου πηδηματάκια με τα δυο πόδια ενωμένα ή με και με το ένα προσπαθούσαν να αποφύγουν το σχοινί, να μη χτυπήσει στα πόδια τους ή στο κεφάλι τους. Αν κάποια στιγμή το σχοινί ακουμπούσε στο κεφάλι, ή χτυπούσε στα πόδια, τότε το/τα συγκεκριμένο/α άτομο/α έχανε/αν και πήγαινε/αν να κρατήσει/ουν το σχοινί και συνεχιζόταν το παιχνίδι. Σπάνια βέβαια κάποιο αγόρι κατάφερνε να αντέξει μερικούς γύρους πριν μπουρδουκλωθεί με το σχοινί. Και φυσικά, ό,τι δεν καταφέρναμε εμείς τα αγόρια, το μόνο που κοιτούσαμε εκείνη τη στιγμή, ήταν να το κοροϊδεύουμε. Είχαμε όμως βρει ένα άλλο κόλπο για να χάνουν τα κορίτσια. Όταν κρατούσαμε το σχοινί, δεν πλησιάζαμε κοντά ο ένας με τον άλλον για να γίνεται ο θόλος (η καμάρα δηλ.) μεγάλη, αλλά απομακρυνόμασταν αρκετά και έτσι μίκρυνε πολύ το ύψος της καμάρας, με αποτέλεσμα να βρίσκει το σχοινί είτε τα πόδια, είτε το κεφάλι και να χάνουν. Αυτά τα παιχνίδια, αυτές οι σκέψεις, αυτές οι μικρές παιδικές ‘’ατασθαλίες’’ μας κρατούσαν ενωμένους αγόρια και κορίτσια, διότι και να θέλαμε δεν μπορούσαμε να παίξουμε μόνοι μας (μόνο στο ποδόσφαιρο γινόταν αυτό), αφενός μεν διότι μπορεί να μη συμπληρώναμε, αφετέρου τα περισσότερα, αν όχι όλα τα παιχνίδια, εκείνη την εποχή ήταν ομαδικά. Αξέχαστες και περασμένες καλές εποχές, για να τις θυμούνται οι πιο παλιοί και (αν θέλουν) να τις μάθουν οι νεότεροι!