λέγονται ιδιώτες, είτε δημόσιο. Για να είμαστε, μάλιστα, ειλικρινείς, η συμβολή του στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων υπήρξε, πολλαπλώς, σημαντική. Εν τούτοις, αδυναμίες και πληγές, που τον ταλανίζουν και τον αποδυναμώνουν, είναι αρκετές και, γι’ αυτό, θα επισημάνω κάποιες απ’ αυτές.
Υπήρξε, κατ’ αρχήν, μια εποχή και, συγκεκριμένα, πριν την κατάργηση του ενιαίου ψηφοδελτίου το 1982 και την καθιέρωση της παραταξιακής λογικής και της απλής αναλογικής για ανάδειξη αιρετών συνδικαλιστικών οργάνων, κατά τη διάρκεια της οποίας, οι αποφάσεις λαμβάνονταν, άμεσα και χωρίς καθυστερήσεις, η καθοδήγηση ήταν ξεκάθαρη και δε χανόταν, για ευνόητους λόγους, χρόνος στη συγκρότηση σε σώμα των διοικητικών συμβουλίων και στη λήψη αποφάσεων, όπως συμβαίνει, σήμερα, λόγω της πολυφωνίας, που επικρατεί στη συνδικαλιστική έκφραση. Αυτό δε σημαίνει, σε καμιά περίπτωση, επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά, όπως και να το κάνουμε, αποτελεί μία απ’ τις σημερινές αδυναμίες του συνδικαλισμού και όχι μόνο. Απαιτείται, γι’ αυτό, συναίνεση, σύνθεση απόψεων και διάθεση για συνεργασίες, τις οποίες, δυστυχώς, δε διαθέτουμε, ως λαός, σε μεγάλο βαθμό, γιατί, έτσι, θέλουν τα κόμματα, που βολεύονται με τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία.
Πέραν τούτου, ο συνδικαλισμός, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να είναι ανεξάρτητος και ακηδεμόνευτος από κόμματα και παρατάξεις. Δυστυχώς και πάλι, όμως, όλοι, σχεδόν, οι συνδικαλιστές και οι παρατάξεις τους έχουν καταντήσει τα μακριά χέρια των κομμάτων, που συμπαθούν, μια που πολλοί απ’ αυτούς διαθέτουν διπλή ιδιότητα, αυτήν του συνδικαλιστικού και, παράλληλα, του κομματικού στελέχους. Έτσι, αρκετές φορές, αντί να βρίσκονται στο πλευρό των εργαζομένων, κάποιοι απ’ αυτούς γίνονται ριψάσπιδες, προκειμένου να βγάλουν απ’ τη δύσκολη θέση τον εργοδότη τους και, μάλιστα, με το αζημίωτο, μια που αυτός ήταν και είναι σε θέση να τους δώσει προαγωγή και να τους καταστήσει στελέχη πρώτης γραμμής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Γι’ αυτό, άλλωστε, γέμισε ο τόπος από διευθυντές, προέδρους οργανισμών, υποψήφιους βουλευτές, αλλά και βουλευτές, πρώην συνδικαλιστές.
Ωστόσο, επειδή ο συνδικαλιστής, όπως και κάθε πολίτης, δεν μπορεί να είναι, πολιτικά, αδιάφορος, τη στιγμή που όλοι οι άνθρωποι είμαστε όντα πολιτικά, ενώ η ενασχόληση με τα κοινά καθιστά τον πολίτη ενεργό και πιο ικανό, στο να οργανώνει, να αποφασίζει και να ενεργεί, θα πρέπει, όσο ασκεί τα καθήκοντά του, να είναι πολιτικοποιημένος, μεν, αλλά όχι κομματικοποιημένος. Αυτό σημαίνει, ότι αναστέλλει, αν έχει, την κομματική του ιδιότητα, για να μην μπερδεύει τους ρόλους του μπαινοβγαίνοντας, χωρίς διάκριση, είτε στα κομματικά, είτε στα συνδικαλιστικά γραφεία, γιατί, τότε, κινδυνεύει να ξεχάσει τα συμφέροντα των εργαζομένων, όπως έχει συμβεί, πολλές φορές στο παρελθόν. Εξυπακούεται, ότι θα πρέπει να αντιπαρατίθεται και να ασκεί κριτική στο κόμμα, που συμπαθεί, όταν αυτό με τις αποφάσεις και τις πράξεις του θίγει τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα των εργαζομένων, που εκπροσωπεί, και όχι τα προσωπικά του.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική και, γι’ αυτό, οι εργαζόμενοι βλέποντας, ότι πολλοί συνδικαλιστές παίζουν κομματικά και προσωπικά παιχνίδια, ότι γίνεται κατάχρηση του μέτρου της απεργίας και ξεπουλιέται ο αγώνας τους, αντιδρούν συμμετέχοντας ελάχιστοι, πλέον, στις γενικές συνελεύσεις και, πολύ περισσότερο, στις απεργιακές κινητοποιήσεις, μια που η απεργία κοστίζει και η απεργοσπασία, προ καιρού, έπαυσε να στιγματίζει. Αφήνουν, έτσι, μόνους, σχεδόν, τους εκπροσώπους τους ή, στην καλύτερη περίπτωση, πλαισιωμένους από κάποιες οργανωμένες μειοψηφίες, που καπελώνουν τον αγώνα τους. Αυτοί, άλλωστε, είναι και οι βασικοί λόγοι, για τους οποίους οι εκπαιδευτικοί, κυρίως, δεν προσέρχονται, με προθυμία, στις κάλπες, όταν αυτές στήνονται σε μη εργάσιμες μέρες, ενώ οι συνδικαλιστές πασχίζουν, για ευνόητους λόγους, να στήνονται σε εργάσιμες, προκειμένου η συμμετοχή των εργαζομένων να είναι, αναγκαστικά, μεγάλη και, κατά συνέπεια, μεγαλύτερα και τα δικά τους ποσοστά.
Ως εκ τούτου, εφόσον αναγνωρίζουμε την προσφορά του συνδικαλιστικού κινήματος και επιθυμούμε την ανάκαμψη και την αποτελεσματική του λειτουργία, θα πρέπει οι, μεν, συνδικαλιστές να προσπαθήσουν να θεραπεύσουν τις πληγές, που επισήμανα, παραπάνω, ενώ η επίσημη Πολιτεία και τα κόμματα να σταματήσουν να εκμαυλίζουν συνειδήσεις προσφέροντας μόρια και οφίτσια, αλλά και πανηγυρίζοντας, όταν τα ποσοστά μιας προσκείμενης σ’ αυτά παράταξης είναι μεγάλα. Αλλιώς, θα υφιστάμεθα, επί μακρόν, τις συνέπειες της παρακμής.
Από τον Κώστα Γιαννούλα