ήταν φρέσκο ψημένο) σε αποζημίωνε στο ακέραιο. Κάθε φορά που έπαιρνα και μια «ψίχα» (λίγο δηλ.) από το καρβέλι της Μάνας ή της Γιαγιάς μου, θυμάμαι την παροιμία που έλεγε ο παππούς μου: «Απ' όλα τα μυρωδικά κάλλιο μυρίζει ο φούρνος». Ο Ηπειρώτης με θρησκευτικό σεβασμό αναφερόταν στο ψωμί. Δεν έλεγε: «βάλαμε τραπέζι να φάμε», αλλά «κάτσαμε να φάμε ψωμί». Εκείνα τα ψωμιά που είχαμε τότε, αυτά για τα οποία μιλάμε, ήταν και πιο γευστικά και είχαν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, γιατί τα έφτιαχναν με αγάπη και φροντίδα. Πώς όμως γινόταν αυτό το εξαίρετο «ψωμί»; Οι γυναίκες έπρεπε να σηκωθούν πολύ πρωί για να ζυμώσουν και να αφήσουν τη ζύμη να φουσκώσει για να πλάσουν στη συνέχεια το ψωμί και να το ψήσουν. Φυσικά αυτήν τη δουλειά δεν την έκαναν κάθε μέρα. Ψωμί έφτιαχναν μία φορά την εβδομάδα. Είχαν, μάλιστα, και ένα άλλο έξυπνο κόλπο, που όταν εμείς ήμασταν παιδιά δε μας άρεσε καθόλου. Δε ζύμωναν όταν είχε τελειώσει το ψωμί, αφού μόλις θα έβγαινε από τον φούρνο, θα πέφταμε επάνω και θα τρώγαμε όσο περισσότερο μπορούσαμε. Όταν, λοιπόν, είχε μείνει ένα ψωμί περίπου, το άφηναν για μια μέρα, και μετά ζύμωναν, ώστε η κατανάλωσή του να γίνεται με μέτρο. Αφού λοιπόν έπαιρναν προζύμι από κάποιον που είχε κάνει πρόσφατα ψωμί ή είχαν το δικό τους, ζύμωναν με αυτό το ψωμί. Κάθε νοικοκυρά κρατούσε λίγο προζύμι όταν ζύμωνε για να έχει και για την επόμενη φορά που θα ήθελε να ζυμώσει. Το προζύμι αυτό ξίνιζε, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει, γιατί ξέρουμε ότι για να φουσκώσει το ψωμί πρέπει να γίνει η ζύμωση από τους μύκητες. Το ξινισμένο προζύμι δηλαδή γινόταν μαγιά. Το έβαζαν λοιπόν μαζί με άλλο αλεύρι και νερό (ανάλογα πόσο ψωμί ήθελαν να κάνουν) και το ζύμωναν με τα χέρια τους σε μια μεγάλη ξύλινη σκάφη για να ανακατευτεί το προζύμι και να γίνει η ζύμωση σε όλο το ζυμάρι. Το ζυμάρι που είχαν ζυμώσει, στη συνέχεια το σκέπαζαν με ένα πανί, βάζοντας και κάτι βαρύ πάνω του και περίμεναν να φουσκώσει. Όταν φούσκωνε το έβαζαν στον σοφρά ή σε μια βάση, για να το πλάσουν. Έπαιρναν κομμάτια από ζυμάρι, αρκετά μεγάλα, και τους έδιναν το σχήμα του ψωμιού. Τα ψωμιά τότε ήταν στρόγγυλα. Πάνω στο ψωμί χάραζαν με τα χέρια τους το σχήμα του σταυρού, γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν έντονη η θρησκευτικότητα και το ψωμί θεωρούταν ευλογημένο. Τα ψωμιά αυτά τα έβαζαν σε μια πινακωτή (στενόμακρη ξύλινη σκάφη με χωρίσματα για το κάθε ψωμί) τα σκέπαζαν και με ένα πανί και ήταν έτοιμα για να ψηθούν στον φούρνο που το κάθε σπίτι διέθετε.
Από τον Ιωάννη Γούδα