μια δεκαετία μόχθου για να λάβουμε την απάντηση της πτώχευσης και της ρευστοποίησης των περιουσιακών μας στοιχείων με ταχείες διαδικασίες, αποβλέποντας στην περιβόητη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους;
Αυτήν την ώρα της σύνταξης του παρόντος άρθρου, η χώρα μας εισέρχεται σε νέα υγειονομική, κοινωνική και οικονομική δίνη λόγω της υγειονομικής πανδημίας και των επακόλουθων απαγορευτικών όρων που επιβάλλονται. Ωστόσο, λίγες μόλις ημέρες πριν, ψηφίζεται ο νέος πτωχευτικός κώδικας στη χώρα μας, που συνοδεύεται με μεγάλες αλλαγές στη ρύθμιση οφειλών των φυσικών και νομικών προσώπων, δείχνοντας να παραγνωρίζει το χρόνο θέσπισής του. Για να είμαστε ειλικρινείς, για πρώτη φορά από την υπαγωγή της χώρας μας σε μνημονιακές δεσμεύσεις, δεν υφίσταται διάταξη προστασίας της πρώτης κατοικίας για τους δανειολήπτες, οι οποίοι λόγω της ραγδαίας οικονομικής κρίσης και της επακόλουθης συρρίκνωσης του εισοδήματός τους, αδυνατούν να πληρώσουν το σύνολο των οφειλών τους. Αναντίρρητα, πρόκειται για μια αρνητική εξέλιξη, που εγκαινιάζει μια περίοδο μεγάλης κοινωνικής δοκιμασίας, λόγω των νομοθετικών προβλέψεων: Στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού μεταξύ πιστωτών και οφειλέτη, με σχετική αίτηση του οφειλέτη προβλέπεται ρύθμιση των οφειλών προς τράπεζες και δημόσιο σε έως 240 δόσεις, με κρατική επιδότηση δανείων πρώτης κατοικίας για πέντε έτη, επιδιώκοντας την αποφυγή των πλειστηριασμών. Ωστόσο, το πρώτο στάδιο προ της πτώχευσης δεν παράγει δεσμευτικότητα για τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς οι τράπεζες δεν υποχρεούνται καν να απαντήσουν στην αίτηση του δανειολήπτη.
Στο επόμενο στάδιο της πτώχευσης, η κύρια οικία θα μεταβιβάζεται σε φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και ο ευάλωτος - κρινόμενος με αυστηρότατα εισοδηματικά κριτήρια- οφειλέτης θα αποκτά δικαίωμα μίσθωσης της ως πρότινος οικίας του, διάρκειας 12 ετών με επιδότηση του ενοικίου και καταβολή μισθώματος. Αν δε η μισθωτική σχέση κυλήσει ομαλά και μετά την πάροδο δώδεκα ετών, ο οφειλέτης δύναται να επαναγοράσει το ακίνητο στην αξία της εμπορικής του αξίας, δίχως να συμψηφίζονται τα ποσά που καταβλήθηκαν από τον χρόνο λήψης του αρχικού δανείου και των μισθωμάτων της δωδεκαετίας. Κατά συνέπεια, αν κάποιος εντάσσεται στους ευάλωτους οφειλέτες, μετά τη ρευστοποίηση της υπόλοιπης περιουσίας του, μπορεί να περισώσει την κύρια κατοικία του, υπό την ιδιότητα του μισθωτή, σε διαφορετική περίπτωση θα ρευστοποιηθεί το σύνολο της περιουσίας του προκειμένου να απαλλαγεί των οφειλών του. Η μοίρα της πτώχευσης, οπότε, δεν περιορίζεται μόνο σε εκείνους που ασκούν εμπορική δραστηριότητα αλλά επεκτείνεται σε όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα. Πτωχευτική ικανότητα δηλαδή έχουν όχι μόνο οι έμποροι αλλά και οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αγρότες που βρίσκονται σε παύση πληρωμών.
Δεν χρειάζεται, επομένως να υποδυθείς τον Μάντη κακών, αλλά η δεύτερη ευκαιρία που ισοδυναμεί στη ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας και της κύριας κατοικίας αφορά την πλειοψηφία των δανειοληπτών. Περιοριστικά και μόνο για όσους πληρούν τα αυστηρότατα εισοδηματικά κριτήρια και κριθούν ως ευάλωτοι οφειλέτες θα έχουν και την τύχη να είναι ενοικιαστές στα σπίτια τους.
Είναι απορίας άξιον, πως ο νόμος τούτος είναι τόσο υποστηρικτικός για πρόσωπα και επιχειρήσεις που έχουν εξαιρετικά υψηλές οφειλές ακόμα κι αν έχουν ακίνητη περιουσία. Έως σήμερον, στις περιπτώσεις αυτές γινόταν πλειστηριασμός και επειδή το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για να καλύψει τη συνολική οφειλή, τούτη εξακολουθούσε να υφίσταται, ενώ πλέον διαγράφεται. Ως εκ τούτου, η επονομαζόμενη «δεύτερη ευκαιρία» αφορά ιδίως όσους έχουν εξαιρετικά υψηλές οφειλές, ή όσους δεν έχουν ακίνητη περιουσία. Για την πλειοψηφία όμως, των δανειοληπτών θα αποτελέσει κατάρριψη των έως πρότινος προσδοκιών τους και θα οδηγήσει νομοτελειακά σε αναγκαστική απώλεια περιουσιακών στοιχείων, ενώ πλείονες των οφειλετών θα τεθούν εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Προς αποφυγή δε του αποφευκτέου, η μόνη διέξοδος φαίνεται να είναι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός με τους πιστωτές είτε μέσω της πλατφόρμας της ειδικής γραμματείας διαχείρισης ιδιωτικού χρέους, είτε με τραπεζική διαμεσολάηση.
Θα προσδοκούσε κανείς ότι οι έκτακτες συνθήκες, απαιτούν άμεσες και ρηξικέλευθες λύσεις στην οικονομία, με κοινωνικό πρόσημο, ούτως ώστε η χώρα μας να βρει τον αναπτυξιακό της βηματισμό, με την αρωγή ενός θωρακισμένου κεφαλαιακά τραπεζικού συστήματος για να ανταποκριθεί με επιτυχία στις προκλήσεις μειώνοντας στο ελάχιστο την επικείμενη ύφεση στο οικονομικό σύστημα, ιδίως μετά τις επικρατούσες συνθήκες, επιδιώκοντας να περιορίσει τις κοινωνικές ανισότητες.
Όμως, η εύλογη σκέψη που μας ακολουθεί είναι η εξής: Σήμερα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε συλλογικά την υγειονομική κρίση και προτάσσεται η ατομική ευθύνη για τη διαφύλαξη του συλλογικού καλού. Διερωτώμεθα όμως τα εξής: Γιατί μετά το πέρας αυτών των ημερών, κάποιοι θα βιώσουν μόνοι τους εφιαλτικές συνθήκες; Γιατί πρέπει να ανασύρονται από τη μνήμη μας εικόνες της προηγούμενης δεκαετίας με εξώσεις των Ισπανών της Μαδρίτης από τα σπίτια τους, όταν μοχθήσαμε και συναποφασίσαμε ως κοινωνία ότι η μάχη της αξιοπρέπειας και της ορθοπόδησης θα δοθεί συλλογικά, για να μην ζήσουμε τέτοιες οδυνηρές καταστάσεις;
Ας μην γίνουμε Μαδρίτη, ετεροχρονισμένα...