Χρίστος Μουλόπουλος
τ. καθηγητής Δασοκομίας
-Ορεινής Υδρονομικής Α.Π.Θ.
Δυστυχώς μετά τις χειμαρρικές βιβλικές καταστροφές τον Ιανουάριο του 1997 σε χωριά του νομού Τρικάλων, στην Κόρινθο και το 2017 στη Μάνδρα Αττικής, φέτος κακουργήθηκε με τον ίδιο κατακλυσμιαίο οικτρό τρόπο, η περιοχή της Καρδίτσας και του Μουζακίου.
Οι «ξηριάδες» στην Καρδίτσα και ο χείμαρρος Πάμισος (Μπλιούρης) στο Μουζάκι, μετά από μια βροχή μεγάλης έντασης (ραγδαία) αφυπνίσθηκαν ξαφνικά και με μια μέγιστη πλημμυρική απορροή, παρέσυραν και κατέκλυσαν στο πέρασμά τους έργα πολιτισμού, σπίτια καταστήματα, ποιμνιοστάσια, γεωργικές καλλιέργειες σε μεγάλη έκταση της Θεσσαλικής πεδιάδας. Μία συνάνθρωπός μας παρασύρθηκε μαζί με το αυτοκίνητο και έχασε τη ζωή της. Τα πάσης φύσεως υλικά διάβρωσης (λάσπη, άμμος, κροκάλες, ογκόλιθοι, ξύλα κ.λπ.) των εδαφών της ορεινής λεκάνης απορροής των χειμάρρων, λόγω του μεγάλου όγκου των υδάτων αλλά και της ισχυρής κλίσης της κοίτης τους μεταφέρθηκαν στην πεδινή περιοχή (κοίτη εκκενώσεως), όπου και εναποτέθηκαν προκαλώντας τεράστιες καταστροφές, ιδίως σε περιπτώσεις που η ροή εξετράπη της κανονικής πορείας. Κατά πρόχειρους υπολογισμούς η ζημία στην εθνική οικονομία ανέρχεται στο ποσό των 200 εκατομμυρίων ευρώ.
Τι φταίει όμως στη περιοχή αυτή και γενικότερα σ’ όλη τη χώρα μας και οι χείμαρροι μετά από μια ραγδαία βροχή «φουσκώνουν» τα νερά τους και παρασέρνουν στα διάβα τους ό,τι βρουν μπροστά τους:
Η ορεινή διαμόρφωση, η ραγδαιότητα των βροχοπτώσεων, η μικρή δασοκάλυψη (19%), που χαρακτηρίζουν τον ελλαδικό χώρο, ευθύνονται πρωτίστως για την πρόκληση έντονων διαβρώσεων και άλλων χειμαρρικών φαινομένων. Υπολογίζεται ότι χίλια καταστρεπτικά ρεύματα τον αυλακώνουν κάθε χρόνο και μεταφέρουν στα πεδινά 86.000.000 κ. μ. φερτές ύλες. Είναι αυτές που μαζί με τον μεγάλο όγκο των βροχών προκαλούν την αύξηση της παροχής και της παρασυρτικής δύναμης των ορεινών υδάτινων ρευμάτων.
Σε παλαιότερες εποχές μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της χώρας ζούσε στην ύπαιθρο. Είχε μεγάλη επίπονη εμπειρία πεζοπορίας υπό βροχή, κατά μήκος χειμάρρων και ποταμών. Στα τραγούδια του περιγράφει παρόμοιες καταστάσεις:
-Και το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο φέρνει λιθάρια ριζιμιά, δένδρα ξεριζωμένα...
Σήμερα οι τηλεοπτικές κάμερες δείχνουν ζωντανά τη μανία της παρασυρτικής δύναμης της θολούρας των ποταμών και τα οικτρά αποτελέσματά της, στην πεδινή περιοχή. Ξεσηκώνονται θύελλες διαμαρτυριών, για προχειρότητες στην κατασκευή αναχωμάτων και άλλων παράλληλων, προς τη ροή τεχνικών έργων. Όλοι ψάχνονται να εντοπίσουν τη ρίζα του κακού, χωρίς να δίνουν σημασία στην επισήμανση πολλών απλών πληγέντων κατοίκων, ότι «το κακό ξεκίνησε από το βουνό».
Αποτέλεσμα ο προγραμματισμός και η κατασκευή έργων μόνο στην πεδινή περιοχή που μακροπρόθεσμα όμως αποδεικνύονται αναποτελεσματικά, αφού αργά ή γρήγορα οι χειμαρρικές προσχώσεις τις αχρηστεύουν. Ακόμα και υδροηλεκτρικά φράγματα της ΔΕΗ απειλούνται από τον ίδιο κίνδυνο, όπως το φράγμα στο Λούρο που η λίμνη του έχει προσχωθεί εδώ και χρόνια. Ας το έχουν λοιπόν υπόψη τους όσοι υποστηρίζουν ότι το υπό μελέτη και κατασκευή αντίστοιχο φράγμα Μουζακίου, χωρίς την παράλληλη εκτέλεση ορεινών υδρονομικών έργων, θα αντιμετωπίσει το όλο πρόβλημα.
Η πάλαι ποτέ Δασική Υπηρεσία, που σήμερα πνέει τα λοίσθια, μετά την πρώτη ανόρθωση του κράτους τη Βενιζελική τετραετία 1928-1932, έθεσε υπόψη των τότε Κυβερνώντων και το θέμα της αειφόρου διαχείρισης των δασών και συνάμα της αντιπλημμυρικής προστασίας των ορεινών εδαφών της. Η τότε πολιτική ηγεσία, ως επί το πλείστον στερούμενη διδακτορικών τίτλων ξένων πανεπιστημίων, έχουσα όμως –λόγω αγροτικής καταγωγής- πλήρη γνώση των προβλημάτων της εκτός Αθηνών υπαίθρου χώρας, ψήφισε τον θεμελιώδη για τα δάση μας νόμο 4173/1929. Ακολούθησαν το Β.Δ.7-7-1936 (Φ.Ε.Κ.283Α/36) και το Β.Δ.24-9-36 (Φ.Ε.Κ.446 Α/36) που οργάνωναν τον τρόπο εκτέλεσης από την Δασική Υπηρεσία, έργων δασικής διευθέτησης χειμάρρων. Αψευδής μάρτυρας του αξιέπαινου αυτού ενδιαφέροντος της πολιτείας, είναι τα έργα που έγιναν προπολεμικά σε δύο συμβάλλοντες του χειμάρρου Παμίσου, αλλά και το πέτρινο με επιμελημένη λιθοδομή κτίριο-κόσμημα στην περιοχή «Μπαλάνου» έξω από το Μουζάκι που ήταν και η έδρα του συνεργείου επίβλεψης των δομικών και φυτοκομικών εργασιών (βλπ. εικ.1,).
Αμέσως μετά τον πόλεμο και την εμφύλια διαμάχη, αξιόλογο ποσό της συμμαχικής οικονομικής βοήθειας, αξιοποιήθηκε σε έργα δασικής ανάπτυξης (δασική οδοποιία, φυτώρια, αναδασώσεις, κρατική εκμετάλλευση δασών, χείμαρροι, ορεινοί βοσκότοποι κλπ). Το κόστος των έργων αυτών υπολογίζεται στο 1/3 του κανονικού, αφού η επίβλεψη, η εκτέλεση και το κυριότερο η μελέτη, γίνονταν από τη Δασική Υπηρεσία, που στο μεταξύ άρχισε να στελεχώνεται με προσωπικό όλων των βαθμίδων (δασοφύλακες, δασοπόνους, δασολόγους). Χάρη των έργων αυτών αντιμετωπίσθηκε σε μεγάλο βαθμό η ανεργία στο πιο φτωχό και ξεχασμένο τμήμα της χώρας, που ήταν και είναι η ορεινή Ελλάδα.
Σταθμός όμως στην εκτέλεση των έργων αυτών με ιδιαίτερη βαρύτητα στα ορεινά υδρονομικά, υπήρξε η σύσταση με το Β.Δ.13-9/2-11-1959 (ΦΕΚ 234 Α/59) των Υπηρεσιών Δασοτεχνικών Έργων (Υ.Δ.Ε.).
Ο καθηγητής της Ορεινής Υδρονομικής στο Τμήμα Δασολογίας του Α.Π.Θ. Δημήτριος Κωτούλας, υπολογίζει ότι την περίοδο 1938-1976, κατασκευάστηκαν στην επικράτεια 866.640 κ.μ. λιθόδμητων φραγμάτων, 390.237 κ.μ. ξηρολίθινων και φυτεύθηκαν περίπου 180 εκατομμύρια δασικά φυτά σε λεκάνες απορροής χειμάρρων (εικ. 2,3). Με λύπη όμως διαπιστώνει, ότι τα τελευταία χρόνια τα ορεινά υδρονομικά έργα έχουν περιοριστεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η χειμαρρική δράση των υδατορευμάτων στη χώρα μας.
Με άλλα λόγια όπου υπάρχουν σήμερα έργα δομικά-φυτοκομικά σε όλη τη χώρα, είναι έργα της Δασικής Υπηρεσίας. Και είναι να απορεί κανείς, που σε όλες τις αυτοψίες παραγόντων εξουσίας-κεντρικής και τοπικής- στους τόπους των καταστροφών, σε συζητήσεις στα Μ.Μ.Ε., ουδείς εκπρόσωπος της υπηρεσίας προσκαλείται να συμμετάσχει για να πει από «πρώτο χέρι» τη γνώμη του. Ίσως η συμπεριφορά αυτή είναι απόρροια της ακολουθούμενης τα τελευταία 40 χρόνια επίσημης τακτικής περιθωριοποίησης και αδρανοποίησής της. Σε πρώτη φάση αποβλήθηκε από τα αρμόδια καθ’ ύλην Υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος και διαμοιράστηκε στις επτά Περιφέρειες της χώρας. Τελικά με το Π.Δ.138/2010 αποξενώθηκε στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις και όπως στην αρχή αναφέρθηκε η Υπηρεσία χωρίς τη στελέχωσή της με προσωπικό πνέει τα λοίσθια.
Θλίβεται κανείς με την εικόνα εγκατάλειψης και φθοράς των εργοταξίων μέσα στα δημόσια δάση, την κατάργηση δασικών φυτωρίων, την υποβάθμιση του θεμελιώδους θέματος εκπόνησης-επαλήθευσης μελετών διαχείρισης δασών και τη μη εκτέλεση εργασιών συμπλήρωσης και υποβοήθησης της φυσικής αναγέννησης.
Το ευκόλως εννοούμενο συμπέρασμα όλων αυτών, είναι και η απάντηση στο Τρικουπικό ερώτημα της επικεφαλίδας «Τις πταίει».
Τέλος η ριζική αναδιοργάνωση αναβάθμιση της Δασικής Υπηρεσίας, η άμεση υπαγωγή της στο Υπουργείο Περιβάλλοντος με έμφαση στη λελογισμένη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων, στην προστασία του εδάφους και την αποταμίευση νερού, είναι επείγουσα και επιβεβλημένη ανάγκη. Εξάλλου το αναμενόμενο χρηματοδοτικό πακέτο της Ε.Ε. προτάσσει τον περιβαλλοντικό χαρακτήρα των προτεινόμενων για κατασκευή έργων. Όσον αφορά την προστασία της Θεσσαλικής πεδιάδας, θα πρέπει να συνεχιστούν μετά από μελέτη τα έργα στις λεκάνες απορροής και στις κοίτες των συμβαλλόντων στο Πηνειό ποταμό επικίνδυνων ρευμάτων, ακολουθώντας σε τελευταία ανάλυση, την προβλεπομένη από το άρθρο 225 Ν.Δ.86/1969 διαδικασία των πεδιάδων της Μακεδονίας.
Από τον Ηλία Αθ. Ζαλαβρά, τ. δασάρχη