είναι περισσότερο από ορατό, κάνοντας σχηματισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία να ανησυχήσουν πραγματικά. Είναι η τέταρτη κατά σειρά μεγάλη κρίση από το 1974 και μετά, με δεύτερη και τρίτη το 1987 με το «Σισμίκ» και το 1996 με τα Ίμια.
Μετά την ελληνοτουρκική κρίση του Μαρτίου του 1987 και τη σαφή προειδοποίηση του τότε πρωθυπουργού αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου πως το «Σισμίκ» θα βυθιστεί αν επιχειρήσει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, προέκυψαν τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Μέτρα που και οι δύο πλευρές πίστευαν πως θα λειτουργούσαν αποτελεσματικά στην προσπάθεια αποφυγής θερμού επεισοδίου ή ακόμη και γενικευμένης σύρραξης.
Οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας Κάρολου Παπούλια και της Τουρκίας Μελσούτ Γιλμάζ ξεκίνησαν το Μάιο του 1988 στη Βουλιαγμένη. Μετά από συνομιλίες τα δύο μέρη κατέληξαν σε μνημόνιο το οποίο προέβλεπε:
α. Τα δύο μέρη θα αναγνώριζαν το δικαίωμα στη χρήση της ανοιχτής θάλασσας και του διεθνή εναέριου χώρου.
β. Κατά τη διεξαγωγή εθνικών στρατιωτικών δραστηριοτήτων θα επιδίωκαν την αποφυγή της παρακώλυσης της ναυσιπλοΐας και της εναέριας κυκλοφορίας.
γ. Ο σχεδιασμός ασκήσεων που απαιτούν έκδοση ΝΟΤΑΜ να υλοποιείται με τρόπο ώστε να αποφεύγεται η απομόνωση περιοχών.
δ. Για την επίτευξη των παραπάνω οι δύο πλευρές θα επικοινωνούσαν διά της διπλωματικής οδού.
Τον Σεπτέμβριο του 1988 στην Κωνσταντινούπολη υπέγραψαν και δεύτερο Μνημόνιο το οποίο προέβλεπε:
α. Τα πλοία και τα αεροσκάφη θα δρούσαν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες καλής συμπεριφοράς.
β. Οι ναυτικές μονάδες των μερών θα απείχαν από πράξεις παρενόχλησης.
γ. Οι ναυτικές μονάδες επιτήρησης δεν θα παρεμπόδιζαν τα πλοία του άλλου μέρους κατά τη διάρκεια ασκήσεων με ή χωρίς πυρά.
δ. Οι πιλότοι των αεροσκαφών των δύο πλευρών θα επιδείκνυαν την ύψιστη προσοχή όταν θα βρίσκονταν πλησίον σε αεροσκάφος της άλλης πλευράς και δεν θα έκαναν επικίνδυνους ελιγμούς για την ασφάλεια της πτήσης ή της αποστολής.
ε. Οι δύο πλευρές θα ενημέρωναν η μία την άλλη μέσω διπλωματικών διαύλων πριν προβούν σε δηλώσεις.
Τριάντα δύο χρόνια μετά, τίποτα από τα προβλεπόμενα στα δύο μνημόνια δεν τηρείται από τη γείτονα. Οι παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου της Ελλάδας σε ετήσια βάση κοντεύουν τις 4.000, τα ναυτικά επεισόδια στο Αιγαίο είναι συνεχή, η προσπάθεια απομόνωσης περιοχών ή και ολόκληρων νήσων επίσης, οι προκλητικές δηλώσεις είναι καθημερινή πρακτική. Κατά συνέπεια αποδεικνύεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο πως ο διάλογος που έλαβε χώρα σε παραπάνω από 60 μέχρι τώρα διερευνητικές επαφές των επιτροπών των δύο χωρών που συγκροτήθηκαν, είναι ένας διάλογος ατελέσφορος που τίποτα το ουσιαστικό δεν πρόσφερε. Είναι απλά ένας διάλογος μόνο για τον διάλογο. Ως κύρια αιτία αυτής της αναποτελεσματικότητας μπορεί κανείς να θεωρήσει την αυστηρή ουδετερότητα που τηρούν επί συναπτά έτη τόσο οι ΗΠΑ όσο και το ΝΑΤΟ σε όλα τα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Η αποφυγή οποιασδήποτε καταδίκης σε όλες τις εκδηλώσεις παραβατικών συμπεριφορών της Γείτονος την καθιστούν περισσότερο διεκδικητική και πιο επιθετική. Συμπερασματικά, καταδεικνύεται με σαφήνεια ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ είτε δεν θέλουν είτε δεν μπορούν να προσφέρουν λύση στα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Η μόνη προσδοκία που μπορεί να έχει η χώρα μας από το ΝΑΤΟ είναι η δημιουργία ενός μηχανισμού αποφυγής κρίσεων. Ένας μηχανισμός που θα έχει τα μέσα αλλά και τα εργαλεία, κάθε φορά που θα φτάνουμε σε μία κρίση να την αποσοβεί. Αυτό το αντιλήφθηκε κατά πρώτο το ΝΑΤΟ που θεώρησε πως η κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο μπορούσε να ξεφύγει και δεν ήταν καθόλου απίθανη η εμπλοκή και άλλου μέλους όπως η Γαλλία, ή και άλλων χωρών της ευρύτερης περιοχής, με ό,τι αυτό σήμαινε για ολόκληρη τη συμμαχία.
Υφίσταται όμως και η εμπλοκή της Γερμανίας που ως προεδρεύουσα της Ε.Ε ο λόγος της έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, η οποία όμως κινείται σε ένα διαφορετικό από το ΝΑΤΟ επίπεδο, πιέζοντας τις δύο χώρες για απευθείας διάλογο αλλά εξισώνοντας ουσιαστικά τον επιτιθέμενο με τον αμυνόμενο. Όμως ο διάλογος είναι εκ των πραγμάτων αδύνατος καθότι τα δύο μέρη δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε καν στα προς συζήτηση θέματα. Έτσι ενώ η Ελλάδα αποδέχεται συζήτηση μόνο για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, η Τουρκία προβάλλει μία σειρά ζητημάτων, όπως η κυριαρχία νήσων και βραχονησίδων, η αποστρατικοποίηση των νήσων της Δωδεκανήσου και των νήσων του βορείου Αιγαίου, θέτει ζητήματα μειονότητας δυτικής Θράκης, δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα των νήσων στην υφαλοκρηπίδα που πηγάζει από το δίκαιο των θαλασσών του 1982, και πολλά άλλα. Έτσι και τα δύο μέρη άριστα γνωρίζουν πως και να αρχίσει διάλογος αυτός θα είναι προσχηματικός και τίποτα περισσότερο.
Ευτυχή συγκυρία όμως αποτελεί το γεγονός της ταύτισης των εθνικών μας συμφερόντων με αυτά της μοναδικής πυρηνικής δύναμης της Ε.Ε, δηλαδή της Γαλλίας, αλλά και με άλλων χωρών της περιοχής όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία. Συγκυρία την οποία ασφαλώς η ελληνική διπλωματία πρέπει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο για δημιουργία συμμαχιών πέρα από την υπάρχουσα με το ΝΑΤΟ. Κυρίαρχος όμως παράγοντας για την ειρήνη στην περιοχή, δεν θα πάψει ποτέ να είναι η ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων της χώρας στην εκτέλεση πολεμικών επιχειρήσεων. Αυτήν ακριβώς την αλήθεια αποδέχεται η πλειοψηφία των κομμάτων της Βουλής και συμφωνούν απόλυτα με την τελευταία κυβερνητική απόφαση για δυναμική ενίσχυσή τους με αγορές αεροσκαφών, φρεγατών και πυρομαχικών του στρατού ξηράς. Διότι ποτέ δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός πως πραγματικά δικό σου είναι μόνο αυτό το οποίο μπορείς να υπερασπιστείς αποτελεσματικά.
Από τον Θανάση Μπρισίμη, σμήναρχο ε.α.