Εν τούτοις, είναι, διαχρονικά, αποδεδειγμένο, ότι ο πατριωτισμός και η ανδρεία στα πεδία των μαχών με την προϋπόθεση, ότι εξασφαλίζεται, προηγουμένως, η ομοψυχία και η ενότητα του λαού μας, συμβάλλουν, μεν σημαντικά, δεν επαρκούν, όμως, για να λύνουν προβλήματα μεταξύ κρατών, ειδικά, όταν αυτά είναι μακροχρόνια και περίπλοκα. Τον πρώτο λόγο, ευτυχώς ή δυστυχώς, στις περιπτώσεις αυτές έχει η διπλωματία και η εξασφάλιση, εκ των προτέρων, συμμαχιών, που θα κληθούν, ενδεχομένως, να παίξουν, ενεργά, τον ρόλο τους κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών και, προπάντων, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, το οποίο ακολουθεί, συνήθως, μετά από μία πολεμική σύγκρουση, τα επακόλουθα της οποίας γνωρίζουμε, εκ των προτέρων, ποια είναι.
Συντάσσομαι, λοιπόν, και εγώ μ’ αυτή την άποψη εξηγώντας τους λόγους. Θυμίζω, κατ’ αρχήν, ότι την απελευθέρωση απ’ τον τουρκικό ζυγό και την ανεξαρτησία της χώρας μας δεν τη χρωστάμε, μόνο, στο σπαθί και στο τουφέκι των αγωνιστών του 21. Τη χρωστάμε, κατά βάση, στη διπλωματία του Καποδίστρια, στους φιλέλληνες και στους συμμάχους μας, που όχι μόνο κατατρόπωσαν τον Ιμπραήμ το 1825 βυθίζοντας τον στόλο του, όταν η επανάσταση στην Πελοπόννησο κινδύνευε να σβήσει εξ αιτίας των διαφωνιών και της διχόνοιας μεταξύ των οπλαρχηγών μας, αλλά και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να οριοθετηθεί το πρώτο, μικρό, έστω, ανεξάρτητο, όμως, Ελληνικό Κράτος, κόντρα στις επιθυμίες του Σουλτάνου και του Μέτερνιχ.
Τα εδάφη, επίσης, και τα σύνορα, που διαθέτει, σήμερα, η χώρα μας, εκτός απ’ την ανδρεία στα πεδία των μαχών τα χρωστάμε, προπάντων, στους πετυχημένους διπλωματικούς αγώνες του Βενιζέλου, που δημιούργησαν την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Θυμίζω, ακόμη, ότι γράψαμε, μεν, χρυσές σελίδες δόξας με τα ανδραγαθήματά μας στα ηρωικά βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας το 1940, υποταχθήκαμε, όμως, στην ανωτερότητα του στρατού και των όπλων του Χίτλερ, αναγκασμένοι να πολεμήσουμε εναντίον του, στην αρχή τουλάχιστον, χωρίς συμμαχική υποστήριξη. Και, επί πλέον, ό,τι κερδίσαμε μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, το οφείλουμε, εν πολλοίς, στην αναγνώριση, εκ μέρους των συμμάχων μας, της προσφοράς μας για την ήττα του φασισμού.
Αλλά και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, που ακολούθησε, οφείλονται, κυρίως, στη δυσαρέσκεια και στην εγκατάλειψη των συμμάχων, τα συμφέροντα των οποίων, σε εκείνες τις φάσεις του αγώνα, ήταν διαφορετικά απ’ τα δικά μας. Εμείς, όμως, τους αγνοήσαμε, αυτοί μας άφησαν στο έλεος του Κυρίου οπότε, στη μία περίπτωση, ηττηθήκαμε, κατά κράτος, ενώ, στη δεύτερη, διωχθήκαμε απ’ τους Νεότουρκους του Κεμάλ, κακήν κακώς, απ’ τα Μικρασιατικά παράλια.
Με τα παραδείγματα αυτά αποδεικνύεται, πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της διπλωματίας και πόσο απαραίτητη είναι η συμμαχική βοήθεια σε μια χώρα σαν τη δική μας, τη στιγμή που έχει στα ανατολικά σύνορά της έναν τόσο απρόβλεπτο γείτονα. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει, ότι θα πρέπει όλα να τα περιμένουμε απ’ τη διπλωματία και απ’ τους ξένους, αλλά, καλού κακού, να ετοιμαζόμαστε, κατά την περίοδο της ειρήνης, και για πόλεμο στηριγμένοι στις δικές μας δυνάμεις, μια που, ορισμένες φορές, αυτός είναι αναπόφευκτος.
Κάτι, όμως, δεν πρέπει, οπωσδήποτε, να ξεχνάμε. Τις τύχες των μικρών κρατών, ανέκαθεν και, πολύ περισσότερο, σήμερα, τις ρυθμίζουν τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και, αν αυτά δε συμπίπτουν με τα δικά σου, όσο πατριωτισμό και ανδρεία κι αν δείξεις, όσα εδάφη κι αν κερδίσεις στα πεδία των μαχών, μπορεί να τα χάσεις όλα ή να κερδίσεις ελάχιστα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με δυσανάλογο, όμως, τίμημα σε αίμα και σε ερείπια. Χρειάζεται, γι’ αυτό, μεγάλη προσοχή, γιατί στις διαπραγματεύσεις δεν τα παίρνεις όλα, αλλά δίνεις και παίρνεις.
Κοντολογίς, καλές οι πολεμικές ιαχές, ο πατριωτισμός και η ανδρεία τούτες τις κρίσιμες, και πάλι, ώρες, αλλά, πάντοτε με ομοψυχία, ψυχραιμία, ετοιμότητα και σύνεση, και δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στη διπλωματία και στην εξασφάλιση συμμάχων, όπως στα διαδραματιζόμενα, σήμερα, στον Έβρο, προκειμένου οι αγώνες μας να είναι ουσιαστικοί και αποτελεσματικοί.
Από τον Κώστα Γιαννούλα