εκείνη ανταποκρίθηκε και μας χαρακτήρισε «Έλληνες φίλους» σε αντίθεση με τη δυστοκία του αλλοπρόσαλλου Τραμπ, ο οποίος δεν επιθυμεί επ’ ουδενί να «χαλαστεί» με το φιλαράκι του εξ ανατολών. Ούτε με αντάλλαγμα τις ψήφους της ελληνικής ομογένειας στις επικείμενες προεδρικές εκλογές που τον «καίνε».
Ευτυχώς υπάρχει ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος, τουλάχιστον λεκτικά, εμφανίζεται λιγότερο φειδωλός σε σχέση με τους προηγούμενους σε εκφράσεις αποδοκιμασίας της τουρκικής παραβατικότητας. Ίσως και κάτι περισσότερο από αυτό... για να μην τον αδικούμε.
Όλα αυτά συμβαίνουν τον Αύγουστο του 2020. Δυστυχώς, η χρονική σύμπτωση με τις τελευταίες θλιβερές ημέρες του Αυγούστου 1922 στη Νοτιοδυτική Μικρά Ασία έρχονται να μας θυμίσουν ότι οι ισορροπίες στην περιοχή μας βαδίζουν σε τεντωμένο σχοινί. Δεν πιστεύουμε πάντως πως θα προκληθεί κάποια εθνική βλάβη. Σε τελική ανάλυση, ούτε στον βρυχώμενο νεοσουλτάνο Ταγίπ Ερντογάν συμφέρει η ανάληψη επιθετικής δράσης και η αποτομή ενός κομματιού της εθνικής μας επικράτειας, ιδιαιτέρως της νησιωτικής.
Στη Μικρασία, μεταξύ άλλων, πληρώσαμε τον μεγαλοϊδεατισμό μας. Ο Βενιζέλος δεν εκτίμησε καλά τις δυνατότητες για εδαφική επέκταση που του παρείχε το Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι, το οποίο τερμάτισε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θεώρησε τη συγκυρία μοναδική για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας και υπερεκτίμησε τις «καλές» προθέσεις των συμμάχων.
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο προάστιο των Παρισίων, τις Σέβρες, η Ελλάδα βρέθηκε ουσιαστικά στη δεύτερη γραμμή των νικητών του πολέμου. Βγήκε άλλωστε στον πόλεμο σχετικά αργά, μόλις το 1917, διχασμένη, και φέροντας τις πληγές της σκληρής αντιπαράθεσης Βενιζέλου και βασιλέως Κωνσταντίνου στο σώμα των πολιτών της αλλά και στις τάξεις του στρατού.
Η πολιτική οξύνοια του Βενιζέλου, που πραγματικά θαυμάστηκε από τους ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, θυσιάστηκε στον βωμό του μεγαλοϊδεατισμού με τον οποίο είχαν γαλουχηθεί όλες οι γενιές των Ελλήνων κατά τον προηγούμενο αιώνα καθώς και της δικής του αμετροέπειας. Ο ελληνικός στρατός επωμίστηκε τον ρόλο του τοποτηρητή σε μια περιοχή βέβαια που διαβιούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, αλλά, δυστυχώς, δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτόν.
Διεξήγαγε επιθετικό πόλεμο διεισδύοντας σε εδάφη εχθρικά με το βλέμμα στραμμένο προς την Πόλη και τη νεκρανάσταση του μαρμαρωμένου βασιλιά. Ασυνείδητα πιαστήκαμε στην παγίδα των συμμάχων, κυρίως των Άγγλων. Εκείνοι δεν μπορούσαν να διαθέσουν στρατιωτικές δυνάμεις για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή και «ανακάλυψαν» προθύμους στη φιλόδοξη και επεκτατική ελληνική ηγεσία.
Έτσι, η Ελλάδα μετατράπηκε σε αποικιακή δύναμη στην περιοχή στη θέση των κατεξοχήν αποικιακών δυνάμεων με ερείσματα στη Μικρασία, της Αγγλίας, της Ιταλίας αλλά και της Γαλλίας. Οι διάδοχοι του Βενιζέλου ακολούθησαν την ίδια αδιέξοδη πολιτική και δεν απέσυραν τις στρατιωτικές δυνάμεις από την Ανατολία, αν και έβλεπαν ότι η φορά του πολέμου είχε αλλάξει εξαιτίας της αλλαγής των συσχετισμών των Μεγάλων Δυνάμεων, που ευνοούσαν πλέον αποκάλυπτα τους Τούρκους εθνικιστές.
Η ίδια «ιστορία» επαναλαμβάνεται έως σήμερα. Η πολιτική των συμμάχων παραμένει η ίδια. Φαίνεται ότι δεν έχουν λησμονήσει τον ρόλο τους στη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, που σε σημαντικό βαθμό ήταν αποτέλεσμα των συγκρουόμενων συμφερόντων και ανταγωνισμών τους στην ευαίσθητη περιοχή μας. Αφού πρώτα οι ίδιοι είχαμε φροντίσει να βγάλουμε μόνοι τα μάτια μας και να οδηγήσουμε τον Ιμπραήμ σε εκφυλισμό σχεδόν της Επανάστασης.
Από την άλλη πλευρά, η «ευλογημένη» ελληνική γη, η εθνική μας επικράτεια, αν και γεωγραφικά και πληθυσμιακά περιορισμένη σε σύγκριση με τη χώρα του εξ ανατολών γείτονα, συνέβαλε αρκετά κατά το παρελθόν για να μας αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας». Πολλά βέβαια εξαρτώνται από τον τρόπο που οι ελληνικές ηγεσίες αντιλαμβάνονται τη γεωπολιτική και την ισορροπία των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή και ασκούν τη διπλωματία.
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η ισχύς της διπλωματίας είναι περιορισμένη σε σύγκριση με την πολεμική ικανότητα, που αποτελεί το ισχυρότερο μέσο αποτροπής και διατήρησης της εθνικής ασφάλειας.
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο-δρα Ιστορίας Α.Π.Θ.