(1990) και η επιτροπή Σπράου επί πρωθυπουργίας Σημίτη (1997). Η αντιμετώπιση των προτάσεων από το πολιτικό προσωπικό ήταν αντιστρόφως ανάλογη της «σοφίας» των επιτροπών. Ελάχιστες προτάσεις υιοθετήθηκαν στην πράξη. Το «πολιτικό κόστος», ο λαϊκισμός που καταδυναστεύει την πολιτική ζωή και η ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού ήταν μερικές από τις αιτίες που τεχνοκρατικές εκθέσεις κατέληξαν να αντιμετωπίζονται ως... Άρλεκιν στα μανταλάκια των περιπτέρων.
Πρόσφατα δημοσιεύτηκε η (ενδιάμεση) έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη. Οι διαπιστώσεις, εν πολλοίς, ορθές. Οι προτάσεις της, ορθότερες. Εκατοντάδες δημοσιεύματα τα τελευταία χρόνια κατέληγαν σε έναν κοινό παρανομαστή: η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας περνάει μέσα από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, την ανάπτυξη του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, την επιτάχυνση και εξειδίκευση της Δικαιοσύνης, την εμβάθυνση του θεσμού της αξιολόγησης στη δημόσια διοίκηση, τη μεταβίβαση των πόρων που προέρχονται από τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας από την κεντρική κυβέρνηση στην τοπική αυτοδιοίκηση, τις επιταχυνόμενες φορολογικές αποσβέσεις για επενδύσεις, την υποβοήθηση της πρόσβασης γυναικών και νέων στην αγορά εργασίας, τον εξορθολογισμό των φορολογικών συντελεστών κ.λπ. Τις ίδιες απόψεις συμμερίζεται και η έκθεση Πισσαρίδη.
Θα καταλήξει, όμως, και αυτή η Επιτροπή άλλη μια «ακαδημαϊκή» προσέγγιση της ζώσας πολιτικής πραγματικότητας ή θα αποτελέσει το έναυσμα για πραγματικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα; Οι περισσότεροι ομνύουμε στο δεύτερο, αλλά τούτο προϋποθέτει:
1. Να γίνει πλήρως αντιληπτό από το πολιτικό σύστημα ότι οι τεχνοκρατικές επιλογές δεν εξαντλούνται μόνο στη φάση του σχεδιασμού, αλλά συνεχίζονται στο - σαφώς σπουδαιότερο και επαχθέστερο - στάδιο της υλοποίησης. Εάν, για παράδειγμα, ο Τσιόδρας απλά συνέγραφε εκθέσεις και δεν ασχολούνταν καθημερινά με την επίλυση όλων των ζητημάτων που δημιούργησε η πρόσφατη πανδημία, το αποτέλεσμα θα ήταν εντελώς διαφορετικό για τη χώρα. Προφανώς, την τελική ευθύνη και τη δημοκρατική νομιμοποίηση για τις όποιες επιλογές την έχει η εκλεγμένη κυβέρνηση. Πολιτική, όμως, είναι η απόφαση να δώσεις χώρο και ουσιαστικό ρόλο σε τεχνοκράτες και να τους εμπιστευτείς.
2. Την ουσιαστική επανεξέταση όλων των μνημονίων δίχως κομματικές παρωπίδες. Οι «μαθητευόμενοι μάγοι» του ΔΝΤ δεν έβγαλαν τη χώρα από τη στενωπό του δημοσίου χρέους (το τελευταίο σήμερα υπερβαίνει τα 300 δισ. ευρώ, δηλαδή χρωστάμε περισσότερα απ' όσα οφείλαμε κατά την έναρξη της κρίσης την περασμένη δεκαετία), ούτε επέφεραν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Εάν αυτές είχαν πραγματοποιηθεί, η χώρα δεν θα χρειαζόταν καμία «Επιτροπή Πισσαρίδη». Η ανωτέρω αναγκαιότητα δεν προκύπτει από κάποια εσωτερική ανάγκη να αναμετρηθούμε με την ιστορία. Αντιθέτως, αποτελεί έλλογο αναστοχασμό και αναπρογραμματισμό. Σε τι έσφαλαν τα μνημόνια; Σε τι και γιατί διαφέρουν οι προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη; (Ιδίως στο φορολογικό είναι «μέρα με τη νύχτα»). Τίνι τρόπο θα μπορέσουν να συζευχθούν αρμονικά οι προτάσεις της Επιτροπής με τη θεσμοθετημένη και ενισχυμένη «μεταμνημονιακή» εποπτεία;
3. Να υιοθετήσουμε πλήρως το όποιο πόρισμα της Επιτροπής Πισσαρίδη. Ένα κακό σχέδιο είναι καλύτερο από ένα ανύπαρκτο σχέδιο. Και τούτο δεν έγινε κατανοητό τα πρώτα χρόνια της μνημονιακής παρωδίας. Αντιδρούσαμε σε οποιαδήποτε πρόταση των δανειστών -επιδιδόμενοι σε «μάχες χαρακωμάτων» - και δεν αντιπροτείναμε ένα συνεκτικό εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Έτσι, τα «κακά μνημόνια» αποτέλεσαν τον μοναδικό οδικό χάρτη εξόδου από την κρίση. Για το ότι επί δέκα χρόνια δεν βρήκαμε τη δική μας περπατησιά (σχέδιο), δεν μας φταίνε οι τροϊκανοί...
4. Να συμμετάσχει ενεργά στον δημόσιο διάλογο - που και η ίδια η Επιτροπή ζητεί - όχι μόνον η επιστημονική κοινότητα της χώρας, αλλά και η κοινωνία των πολιτών. Η (ενδιάμεση) έκθεση που δημοσιεύτηκε κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά παρατηρούνται και ελλείψεις. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει ιεράρχηση των προτεινόμενων μέτρων (ιεράρχηση με βάση τη σπουδαιότητα, αλλά και το χρονικό ορίζοντα υλοποίησης). Περαιτέρω, δε φαίνεται να λαμβάνει υπόψη τις τεκτονικές αλλαγές που δημιουργεί στην παγκόσμια οικονομική αρχιτεκτονική, η πρόσφατη πανδημική κρίση. Εξίσου σημαντική παράλειψη είναι η απουσία θέσεων για τη δημιουργία εναλλακτικών ατραπών χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Σε μια χώρα που το τραπεζικό σύστημα θυμίζει περισσότερο εισπρακτική εταιρεία και απουσιάζει πλήρως το όραμα και η αναπτυξιακή λογική, τη λύση δεν θα δώσουν οι εταιρείες ...μικροχρηματοδοτήσεων. Απαιτείται ένας ισχυρός εθνικός τραπεζικός πυλώνας, ειδάλλως η επανεκκίνηση της οικονομίας θα αποτελέσει τη νέα εθνική χίμαιρα. Το σημαντικότερο: δεν υπάρχει αναλυτική κοστολόγηση των προτεινόμενων μέτρων ούτε γίνεται ουσιαστική μνεία για τον προσδοκώμενο κοινωνικό πολλαπλασιαστή. Και τούτο είναι απαραίτητο για να διασκεδαστούν οι όποιες ανασφάλειες ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που γοητεύεται από την αοριστολογία και τις ουτοπικές κατασκευές και ανασκουμπώνεται όταν η φαρέτρα των επιχειρημάτων εμπλουτίζεται με αριθμούς και πίνακες.
Ζητούμενο είναι την επόμενη ημέρα να είμαστε όλοι μαζί. Τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού, όσο και υλοποίησης. Μόνον έτσι ένα σχέδιο θα είναι εθνικό και ...«σοφό».
Από τον Αργύρη Αργυριάδη, δικηγόρο