ρυθμικός και τους δίνει την ευχέρεια να επιδείξουν τις χορευτικές τους ικανότητες. Οι σύγχρονες εκτελέσεις του τραγουδιού, πιστεύω, ότι είναι η τελευταία παραλλαγή που έχουν υποστεί οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού.
Το θέμα έχει ως εξής:
Σε κάποιο χωριό παπάς είναι ο Χαράλαμπος. Υποκοριστικό του είναι το Λάμπρος. Ζει εκεί με τη γυναίκα του, που δεν γνωρίζουμε το όνομά της. Απλά είναι η γυναίκα του παπά Λάμπρου, η «Παπαλάμπραινα». Το ζευγάρι έχει και μία κόρη. Στο σπίτι, λοιπόν, του Παπαλάμπρου συνέβηκε κάποιο σπουδαίο γεγονός. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση των κατοίκων του χωριού στην αυλή του παπά. Η επίκληση «Παπαλάμπραινα», καημένη, φανερώνει ότι κάποιο κακό έγινε στο σπιτικό του παπά.
Ο τραγουδιστής προσπαθεί να ερμηνεύσει τη συγκέντρωση του κόσμου και αναρωτιέται. Μην ο παπάς ειν’ άρρωστος, μην η παπαδιά πεθαίνει;
Ο ίδιος όμως σπεύδει να απαντήσει και να αρνηθεί την ερμηνεία που είχε δώσει για τη συγκέντρωση του κόσμου. Από ’δω και πέρα αρχίζουν οι επεμβάσεις των τραγουδιστών και έτσι προκύπτουν οι παραλλαγές του τραγουδιού.
Στις σύγχρονες εκτελέσεις οι κομπανίες μετέτρεψαν το τραγούδι. Αντί να αναφέρουν κάποιο κακό που έγινε στο σπίτι του παπά, το έκαναν τραγούδι χαράς, τραγούδι γάμου. Έτσι δίνουν τη δική τους εξήγηση.
«Μια λυγερή, Παπαλάμπραινα μια λυγερή παντρεύεται.
Και παίρνει έναν λεβέντη, Παπαλάμπραινα καημένη».
Πολύ ωραία η ερμηνεία. Η συγκέντρωση του κόσμου οφείλεται στον γάμο της παπαδοπούλας, της λυγερής κοπέλας με ένα παλικάρι, έναν λεβέντη.
Η ερμηνεία αυτή αναφέρεται στην κόρη του παπά, αλλά και συνειρμικά στη νύφη και τον γαμπρό, που ο γάμος τους μόλις πραγματοποιήθηκε. Η κόρη του παπά, αλλά και η τωρινή νύφη είναι λυγερή, ο ιδανικός τύπος της γυναικείας ομορφιάς στην ελληνική ύπαιθρο. Είναι η ψηλή κοπέλα, η ωραία, η λεπτή, το καμάρι του χωριού, όπως την περιγράφει και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στην ομώνυμη νουβέλα.
Αλλά και ο γαμπρός δεν είναι τυχαίος. Είναι λεβέντης, δηλαδή ευσταλής, μπεσαλής, χορευταράς, όπως τον περιγράφει ο Κωστής Παλαμάς στη νουβέλα του «Θάνατος παλικαριού». Ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης ήταν ο λεβέντης του χωριού. Ένα σαρακατσάνικο τραγούδι μάς δίνει με λίγα λόγια τον ορισμό του λεβέντη.
«Λεβέντης είσαι μάτια μου, λεβέντικα χορεύεις.
Λεβέντικα πατάς τη γη και δεν την κουρνιταχτίζεις».
Πολύ έξυπνη η παρέμβαση του τραγουδιστή. Στον γάμο που παίζει η ορχήστρα ταιριάζει τραγούδι γάμου και όχι τραγούδι για κάποιο δυσάρεστο γεγονός. Η σύγχρονη παραλλαγή έρχεται όμως σε αντίθεση με την όλη υπόθεση του τραγουδιού. Δεν μας εξηγεί, γιατί η παπαδιά είναι «καημένη». Όχι βέβαια, γιατί παντρεύει την κόρη της, αλλά για κάποιο κακό γεγονός. Ποιο είναι αυτό, δεν γνωρίζουμε. Πάντως καημένος είναι εκείνος που έπαθε κάποιο δυστύχημα, ο δυστυχισμένος, ο κακόμοιρος.
Μια άλλη παραλλαγή, παλαιότερη αυτή, μας τη δίνει η εκπομπή «Η μηχανή του χρόνου». Ο δημοσιογράφος ερεύνησε το θέμα και μας δίνει τη δική του εκδοχή.
Στο χωριό Ρωμύρι της Μεσσηνίας ζούσε ο παπα-Λάμπρος Ζέρβας. Ληστές μπήκαν στο σπίτι του, δέσανε και βασανίσανε τον παπά, για να τους δώσει χρήματα. Η κόρη του Παναγιώτα ξέφυγε και ζήτησε βοήθεια από τα ξαδέρφια της. Ακολούθησε συμπλοκή μεταξύ ληστών και χωρικών. Σκοτώθηκε ένας ληστής και γλίτωσε ο παπα-Λάμπρος.
Οι τραγουδιστές της περιοχής δικαιολόγησαν τη συγκέντρωση του κόσμου ως εξής:
«Μια λυγερή εφώναξε τους κλέφτες τους ετρόμαξε.
Τρέξε Γιωργάκη, ξάδερφε οι κλέφτες μας εκόψανε».
Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή έχουμε να παρατηρήσουμε τα παρακάτω:
Κι εδώ έχουμε παπα-Λάμπρο που στην αυλή του μαζεύτηκε κόσμος. Όπως ακριβώς αναφέρει και ο Passaw στη συλλογή δημοτικών τραγουδιών.
Στου παπα-Λάμπρου την αυλή μαυρίζουν «κολιοτζήδες» (κόλι=τμήμα αρματολικιού). Στη συνέχεια δεν αναφέρει τίποτα για Παπαλάμπραινα. Στο Ρωμύρι ο παπάς δέχεται επίθεση ληστών. Οι τραγουδιστές έχουν υπόψη τους αρχικούς στίχους της Παπαλάμπραινας και τους συνδέουν με το γεγονός που συνέβηκε στην περιοχή. Εκμεταλλεύτηκαν τη σύμπτωση να λέγεται και στο Ρωμύρι ο παπάς Λάμπρος κι έτσι προέκυψε μια νέα παραλλαγή.
Απόδειξη ότι πρόκειται περί αυθαίρετης προσθήκης στους αρχικούς στίχους είναι ότι δεν υπάρχει λέξη παροξύτονη σε ‘ενι, ώστε να ταιριάζει με το «τσάκισμα» Παπαλάμπραινα καημένη.
Γεγονός είναι ότι είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο να εντοπίσουμε την καταγωγή ενός δημοτικού τραγουδιού. Η διάδοσή του από στόμα σε στόμα, από περιοχή σε περιοχή και από γενιά σε γενιά υφίσταται πολλές επεμβάσεις. Και δεν είναι δυνατόν να ανακαλύψουμε την αρχική προέλευσή του. Μερικές φορές μάλιστα συμβαίνει ένα δημοτικό τραγούδι να αποκτά πανελλήνια διάδοση, ώστε δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε από πού ξεκίνησε.
Στα 1881 ο γιατρός Αθανάσιος Οικονομίδης από την Καρυά Ολύμπου κυκλοφόρησε το βιβλίο «Δημοτικά τραγούδια του Ολύμπου». Λίγα όμως τραγούδια είχαν σχέση με τον Όλυμπο. Τα πιο πολλά ήταν τραγούδια από άλλες περιοχές της χώρας.
Ο αείμνηστος συνάδελφος από τον Βόλο Κώστας Λιάπης εξέδωσε δυό ογκώδεις τόμους δημοτικών τραγουδιών με τίτλο «Το δημοτικό τραγούδι στη Μαγνησία» και όχι το δημοτικό τραγούδι της Μαγνησίας. Γνώριζε πολύ καλά ότι στη Μαγνησία δεν τραγουδιόντουσαν μόνο τραγούδια της περιοχής, αλλά και τραγούδια από διάφορες περιοχές της χώρας, που στη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής έχουν «εισαχθεί» στη Μαγνησία, όπως τραγούδια ρουμελιώτικα, μοραΐτικα, βλάχικα, προσφυγικά και άλλα πανελλήνιας διάδοσης.
Μια άλλη παραλλαγή της Παπαλάμπραινας που έχω ακούσει κατά τη διάρκεια της κατοχής από την κομπανία του χωριού μου, δικαιολογεί διαφορετικά το γεγονός της συγκέντρωσης κόσμου στην αυλή του παπα-Λάμπρου.
Μου έχει διατηρηθεί στη μνήμη μου από τότε, που παιδόπουλα ακόμη ετρέχαμε στους γάμους και στα πανηγύρια, για να δούμε τις κομπανίες, να ακούσουμε τα τραγούδια τους και να θαυμάσουμε τους χορευτές με τις «κωλοκαθιές» και τα «τσαλίμια» τους.
Να γιατί συγκεντρώθηκε κόσμος.
«Κλέψαν την κο-Παπαλάμπραινα κλέψαν την κόρη του παπά.
Γεμ την αρραβωνιασμένη Παπαλάμπραινα, καημένη».
Εδώ ούτε για γάμο συγκεντρώθηκαν οι χωρικοί, ούτε για ληστρική επιδρομή. Εδώ έχουμε απαγωγή της παπαδοπούλας, και μάλιστα αυτής που ήδη ήταν αρραβωνιασμένη. Η απαγωγή κάποιας κοπέλας τα παλιά χρόνια ήταν ένα συνταρακτικό γεγονός, που αναστάτωνε τις μικρές κοινωνίες των χωριών μας. Ας μην ξεχνάμε τα τραγούδια «Τρία παιδιά Βολιώτικα μας κλέψαν την Αννούλα» και τα «Πέντε έξι παιδιά μας κλέψαν τη δασκάλα».
Κι αν μεν η απαγωγή ήταν εκούσια, τότε οι αντιδράσεις της κοινωνίας ήταν κάπως ήπιες. Αν όμως η απαγωγή ήταν ακούσια, τότε προέκυπταν επεισόδια μεταξύ των οικογενειών.
Η απαγωγή της παπαδοπούλας έχει και την ιδιαιτερότητά της. Η κοπέλα ήταν αρραβωνιασμένη. Αν ήταν εκούσια η απαγωγή της, τότε φταίει ο παπάς που την αρραβώνιασε με κάποιον που δεν τον ήθελε η κόρη τους. Δεν ήξερε ή δεν ήθελε να την αρραβωνιάσει με κάποιο παλικάρι που αγαπούσε το κορίτσι του. Βέβαια δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες αυτής της απαγωγής και μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
Και μια παρατήρηση. Το τραγούδι δεν αναφέρεται στον παπά ή στην κόρη του. Ο τίτλος αλλά και η επίκληση του τραγουδιού γίνεται για την «καημένη την Παπαλάμπραινα». Ο πόνος της μάνας είναι μεγάλος για την κόρη της, που πρώτα αρραβωνιάστηκε και τώρα το ‘σκασε με τον αγαπημένο της. Μεγάλη ντροπή για την οικογένεια και κυρίως για τη μάνα, που είχε όνειρα για την κόρη της.
Την αλήθεια για την προέλευση του τραγουδιού δεν θα τη μάθουμε ποτέ. Η ιστορία του χάνεται σε κάποιο πρωταρχικό γεγονός, που έγινε κάποτε σε κάποιο μέρος. Το πήραν οι κομπανίες και το έκανα τραγούδι. Οι παραλλαγές είναι συνηθισμένο φαινόμενο στα δημοτικά μας τραγούδια.
Ο κάθε τραγουδιστής προσαρμόζει τους στίχους, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες συνθήκες ενός τόπου, τις δικές του εμπειρίες, τις προτιμήσεις των χορευτών και γενικά επεμβαίνει στους στίχους και στη μελωδία ενός τραγουδιού. Έτσι έχουμε παραλλαγές και για το τσάμικο της «Παπαλάμπραινας».