αποστολή έρχομαι να επισημάνω σήμερα με το σημείωμά μου αυτό. Να δώσω δηλαδή στους ανθρώπους με πέντε δέκα κουβέντες, και χωρίς φιοριτούρες, τον ά ν θ ρ ω π ο, που τυγχάνει να είναι ένας από τους μεγάλους κλασικούς, της ίδιας γενιάς του Ν. Καζαντζάκη, του Α. Σικελιανού, του Μ. Αυγέρη – για να πούμε ορισμένους στην τύχη, απ’ αυτούς που έκανε παρέα και ήταν ισάξιός τους, στα πρώτα χρόνια της ζωής του, τουλάχιστον.
Τα βιβλία ενός ποιητή διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται. Εκδίδονται και επανεκδίδονται. Τον άνθρωπο τον ίδιο όμως ποτέ δεν μπορείς να τον επανεκδώσεις. Έχει μια και μόνη έκδοση. Την εξαντλεί και φεύγει.
Να γιατί καταπιάστηκα μ’ αυτό το γραπτό. Θέλω να επαναλάβουμε τον άνθρωπο. Να ερεθίσω κάποιους να τον ψάξουν, να τον μελετήσουν, και πού ξέρεις, να τον βιογραφήσουν, ώστε να τον χαρίσουν επάξια στους ανθρώπους. Σ’ όσους δεν τον γνώρισαν. Να τους κεράσουν την απλότητά του, τη σεμνή του παλληκαριά και τη λαϊκή του σοφία.
Ο ποιητής πια πάει, κατοχυρώθηκε, θα μείνει στους αιώνες των αιώνων ο μεγάλος, ο σπουδαίος προλεταριακός ανιδιοτελής πνευματικός εργάτης της Τέχνης. Δεν είναι όμως κρίμα να χαθεί ο άνθρωπος;
Διάβασα κάπου, στα άπαντά του, ότι ακόμα ως και τα ξεκινήματα του Βάρναλη δεν ήταν απ’ τα συνηθισμένα, ήταν κι αυτά πρωτότυπα. Πήρε την ποίηση λέει για παιχνίδι, ήταν δα από έφηβος «πειραχτήριο». Πολύ αργότερα έγινε ο κοινωνικός «ταραξίας» που άρχιζε ν’ απασχολεί πια και τις Αστυνομίες. Το πρώτο του ψευδώνυμο ήταν Δήμος Τανάλιας. Όταν του το θύμισε κάποτε ο Μ. Λουντέμης, ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
-Σώπα… του λέει. Για να ξέρεις γλίτωσα από τα χειρότερα. Στην αρχή ήθελα να το κάνω Σφύρος Δρεπάνης. Αλλά πρόφτασε ένας βλάμης και μου είπε: Κάντο «Τανάλιας» και σώθηκα. Δηλαδή τι σώθηκα…
Αν τον εξετάσεις στο βάθος ο Βάρναλης δεν ήταν ποτέ πρωτολειακός. Μ’ άλλα λόγια δεν έχει «νεανικά αμαρτήματα». Η ποίησή του δεν μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε απ’ την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στον στίβο χωρίς πάρα πολλά «γυμνάσματα» και δοκιμές και περιπλανήσεις στους «λειμώνες των ασφοδέλων»… Μ’ άλλα λόγια χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν απ’ την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που ’πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηκτου λυρισμού.
Ποιητής καθάριος, λαϊκός. Ποιητής των πικραμένων, των φουρκισμένων, των «αβόλευτων», είναι ο Βάρναλης. Ένας ποιητής που -για πρώτη φορά στην ιστορία της ποίησής μας- απαγγέλθηκε από εργατικά χείλη, μπήκε στις φτωχογειτονιές, κατέβηκε στα υπόγεια ταβερνάκια.
Δεν υπήρχαν τερτίπια της ταβέρνας, νόμοι του κρασιού, που να μην τα ’ξερε. Και γι’ αυτό σ’ όλη του τη ζωή δεν υπέκυψε ποτέ. Δεν παραπάτησε, δεν μπέρδεψε τη γλώσσα του, ούτε τα βήματά του. Γνώρισα ανθρώπους με θλιβερά γεράματα. Άλλους μ’ αισιόδοξα ή με γκρινιάρικα. Τα σφριγηλά όμως και θυμοειδή γεράματα του Βάρναλη δεν τα γνώρισα σε κανέναν. Δεν ήταν σε τίποτα αναρχούμενος. Ούτε και μισοήξερε κάτι. Ή το ’ξερε ή το αγνοούσε. Ήταν όμως και μερικά πράγματα που τα αγνοούσε θεληματικά. Βαριόταν να τα μάθει, γιατί τα θεωρούσε αδιαφόρετα «νερομπούλια». Κείνος αναζητούσε πάντα την ουσία των πραγμάτων, την ψίχα τους. Και δεν τη γευόταν μόνο με το στόμα. Την έπαιρνε με όλες του τις αισθήσεις, και με μία επιπλέον. Δεν γνώρισα ακόμη άνθρωπο που να χαράμισε λιγότερο τη ζωή. Και πώς; Ψιλοβελονιά, με αργό και μερακλίδικο ρυθμό. Αργυραμοιβός του πάθους του. Μεράκι και στα ελάχιστα, σεβντάς και στα παραμικρά. Και στο τάβλι, και στο κουβεντολόι, και στην Τέχνη, και στη γυναίκα...
Γεννημένος στον Πύργο της Αν. Ρωμυλίας της Βουλγαρίας το 1883 κι όχι το ’84, όπως λέει στην αυτοβιογραφία του. Τελείωσε την έβδομη τάξη, το γυμνάσιο στον Πύργο και γράφεται στα «Ζαφείρια Διδασκαλεία», στη Βάρνα, διορίζεται δάσκαλος και το κράτος τού χορηγεί υποτροφία και τον στέλνει στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας το 1902, για να τελειώσει κι εδώ αριστούχος και να το χορηγηθεί δεύτερη υποτροφία και να τον στείλει η Ελλάδα στο Παρίσι...
Μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να γνωρίσει τον άνθρωπο Κ. Βάρναλη μέσα από την αυτοβιογραφία του «Φιλοσοφικά Απομνημονεύματα», εκδόσεις Κέδρος, 1981, για να έχει άποψη ορθή, άλλα και για όποια άλλη χρήση.