αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται, έτσι, ο κοινωνικός ιστός και η κοινωνική συνοχή.
Εν τούτοις, υπήρξε, στο παρελθόν μεγάλη χρονική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας οι γάμοι θεωρούνταν απαραίτητοι και επιβεβλημένοι και αποτελούσαν όνειρο και σκοπό ζωής ανδρών και γυναικών, ενώ τα διαζύγια ήταν ελάχιστα. Είναι φυσικό, λοιπόν, να αναρωτιούνται, γι’ αυτό, κάποιοι απ’ τους νεότερους, πώς κατάφερναν οι παλιότεροι τέτοιες επιδόσεις στον γάμο και στα διαζύγια. Επειδή, λοιπόν, αυτήν την περίοδο πρόλαβα και τη βίωσα στα νιάτα μου, θα επιχειρήσω να εξηγήσω, παρακάτω, το πώς και το γιατί.
Κατ’ αρχήν, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι, προπολεμικά, οι Έλληνες ήταν, έτσι, γαλουχημένοι, ώστε να πιστεύουν, ότι προορισμός του ανθρώπου είναι ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας και, μάλιστα, πολύτεκνης, ως επί το πλείστον. Πέραν τούτου, η κοινωνία μας ήταν ανδροκρατούμενη μέχρις σημείου, που παιδιά θεωρούνταν μόνο τα αγόρια. Αυτό προκύπτει απ’ τη διαπίστωση, ότι τα παιδιά διακρίνονταν, τότε, όχι σε αγόρια και κορίτσια, αλλά σε παιδιά και κορίτσια, λες και τα κορίτσια δεν ήταν παιδιά.
Η στάση αυτή απέναντι στα κορίτσια και στις γυναίκες, γενικότερα, είχε σαν συνέπεια την υποβάθμιση της θέσης τους στην κοινωνία, την καταδίκη τους σε ρόλους, μόνο, νοικοκυράς και μητέρας, με πλήρη, μάλιστα, υποταγή και συμμόρφωση στις εντολές του άντρα - αφέντη, και την αδυναμία εξόδου στην αγορά εργασίας. Θεωρούνταν, ακόμη, τα κορίτσια βάρος για το σπίτι και, γι’ αυτό, οι γονείς τους προσπαθούσαν να τα ξεφορτωθούν και να φύγει το κακό απ’ το σπίτι, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, δίνοντάς τα και τη σχετική προίκα, ως βοήθημα. Γι’ αυτό και, μια που ο έρωτας ήταν, τότε, απαγορευμένος καρπός και παρεξηγήσιμος, οι προξενητές και οι προξενήτρες έκαναν χρυσές δουλειές. Αν, μάλιστα, κάποια κοπέλα δεν κατάφερνε να βρει τον άνθρωπό της, της κολλούσαν τη ρετσινιά της γεροντοκόρης και στιγματισμένη την καταδίκαζαν στο κοινωνικό περιθώριο. Γι’ αυτό, κατά βάση, ο αριθμός των ανύπαντρων κοριτσιών ήταν περιορισμένος και οι γάμοι πολλοί.
Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τα αγόρια και τους άντρες, γενικότερα, που και σ’ αυτούς κολλούσαν τη ρετσινιά του γεροντοπαλίκαρου, όταν καθυστερούσαν ή απέφευγαν, συνειδητά, το γάμο. Πέραν τούτου, επειδή μπορούσαν οι περισσότεροι να στήνουν, σχετικά εύκολα, το νοικοκυριό τους με τη βοήθεια της όποιας αγροτικής ή κτηνοτροφικής χειρωνακτικής εργασίας συνήθως, ή άλλου επαγγέλματος οι λιγότεροι, αλλά και με τη βοήθεια της προίκας και των γονιών, δε φοβούνταν το γάμο. Σημειωτέον, ότι η κατάλληλη ηλικία γάμου για τα μεν κορίτσια ήταν, αμέσως, μετά την ενηλικίωσή τους, ενώ για τα αγόρια μετά τη λήξη της στρατιωτικής τους θητείας και την επιλογή επαγγέλματος, αφού οι λέξεις ανεργία, μόρφωση, πτυχία και διδακτορικά ήταν, ακόμη, σχεδόν άγνωστες λέξεις, γι’ αυτούς, οπότε ο γάμος αποτελούσε μια φυσική εξέλιξη για τη ζωή τους.
Οι γάμοι οι πολλοί και, μάλιστα, μόνο θρησκευτικοί, αφού άλλη επιλογή δεν υπήρχε, οφείλονταν, ακόμη, και στο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν, τότε, έντονα θρησκευόμενη και επηρεασμένη απ’ τις ευαγγελικές διδαχές της Ορθοδοξίας, που θεωρεί τον γάμο ένωση ψυχών και σωμάτων ενός αντρόγυνου ενώπιον Θεού και ανθρώπων, οπότε η διάλυσή του δεν ήταν καθόλου εύκολο πράγμα.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και επειδή το κόστος και οι απαιτήσεις της ζωής δεν ήταν, ακόμη, ιδιαίτερα μεγάλες, ενώ ο καθωσπρεπισμός και στο τι θα πει η κοινωνία αποτελούσαν, τότε, κυρίαρχη δύναμη, τα διαζύγια ήταν ελάχιστα, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι δεν υπήρχαν προβλήματα, πάσης φύσεως, σε πολλούς γάμους. Σ’ αυτό συντελούσε, εκτός των άλλων, και η ιώβεια υπομονή των γυναικών, όταν αυτές καταπιέζονταν, αφού, όταν έφευγαν απ’ το σπίτι των γονιών τους και, μάλιστα, ανεπάγγελτες και αγράμματες, συνήθως, η προτροπή των μανάδων τους ήταν, να μην τολμήσουν να γυρίσουν πίσω, αλλά να αφοσιωθούν, για πάντα, στον άντρα τους και στα πεθερικά τους.
Έτσι εξηγούνται οι πολλοί γάμοι και τα λίγα διαζύγια του χθες. Και επειδή συνηθίζουμε να εξιδανικεύουμε το παρελθόν, ας μην μακαρίζουμε, ούτε όσους μας παρέδωσαν τέτοια την κοινωνία μας, αλλά ούτε και εμάς τους ίδιους, που την οδηγούμε με τους νεωτερισμούς μας σε ξέφρενη κατρακύλα, σε λίγους γάμους και πολλά διαζύγια.