δημιούργησε ένα φιλοσοφικό σύστημα που ονομάστηκε Αντικειμενισμός. Πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1982 και ένα από τα πιο διάσημα αποφθέγματά της ήταν το εξής: «Το ερώτημα δεν είναι ποιος θα μου το επιτρέψει, αλλά ποιος θα με σταματήσει».
Η λέξη αυτοπεποίθηση (αυτό + πεποίθηση) σημαίνει την πίστη κάποιου στον εαυτό του, την ακλόνητη πίστη ότι μπορεί να καταφέρει κάτι και να υλοποιήσει τους στόχους του. Πρόκειται για μια «στάση» ζωής που δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να ελέγχει τις ικανότητές του, να έχει τον έλεγχο της ζωής του και να αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες με θάρρος και αξιοπρέπεια. Δεν πρόκειται για ένα έμφυτο χαρακτηριστικό των ανθρώπων, δεν γεννιέται δηλαδή κανείς έχοντας ή όχι αυτοπεποίθηση, αλλά πρόκειται για κάτι που δομείται στην ανθρώπινη προσωπικότητα, καθώς το άτομο αναπτύσσεται. Γι’ αυτό ακριβώς είναι σημαντικός ο ρόλος των γονέων. Ανάλογα με το αν ασκούν πολύ ή λίγο κριτική, με το αν είναι υπερπροστατευτικοί ή όχι, με το αν ενθαρρύνουν ή όχι τα παιδιά, εξαρτάται και ο βαθμός αυτοπεποίθησης που εκείνα θα αναπτύξουν.
Το πρόβλημα προκύπτει όταν η έλλειψη αυτοπεποίθησης χαρακτηρίζει το άτομο στις κοινωνικές και ατομικές του δραστηριότητες. Συνήθως τα άτομα με χαμηλή αυτοπεποίθηση χρειάζονται την έγκριση των άλλων για να νιώσουν καλά με τον εαυτό τους. Επειδή δεν έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους αναζητούν την αποδοχή των άλλων. Συχνά δεν επιδιώκουν δύσκολες εργασίες γιατί φοβούνται την αποτυχία, ενώ δεν θέτουν υψηλούς στόχους, δεν έχουν μεγάλες φιλοδοξίες, καθώς θεωρούν ότι δεν είναι ικανά να τις πραγματοποιήσουν. Όμως όπως είπε ο Γερμανός φιλόσοφος Νίτσε (1844-1900): "Πρέπει να είσαι ο εαυτός σου και όχι αυτός που θέλουν οι άλλοι".
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα όταν αυτή η έλλειψη αυτοεκτίμησης χαρακτηρίζει μια ολόκληρη κοινωνία. Πώς άραγε μπορεί να προοδεύσει μια χώρα που θεωρεί ότι οι άλλες χώρες είναι πολύ καλύτερες από αυτήν; Που νιώθει πάντα ουραγός των εξελίξεων; Που θεωρεί τον εαυτό της πάντα αδικημένο και ότι όλοι της εναντιώνονται; Ακόμη και όταν υπάρχουν έστω σποραδικές επιτυχίες (π.χ. αθλητικές) αυτές αντιμετωπίζονται από τους πολίτες ως προϊόν εξωτερικής επέμβασης και βοήθειας και όχι ως προϊόν ομαδικής προσπάθειας και δείγμα του τι μπορεί να καταφέρει η χώρα όταν δρα συντονισμένα και οργανωμένα. Τι μέλλον μπορεί να έχει μια χώρα που δεν έχει ανεπτυγμένη εθνική αυτοπεποίθηση; Μια χώρα που διαρκώς αναζητά μια καλή κουβέντα από τους ξένους (δημοσιογραφικούς οργανισμούς-κυβερνητικούς αξιωματούχους) για να νιώσει περήφανη και ότι κάτι αξίζει; Μια χώρα που δεν στηρίζεται στον εαυτό της;
Δυστυχώς παραμένουμε μια χώρα με χαμηλή εθνική αυτοεκτίμηση. Που νιώθουμε συχνά περήφανοι για τις ατομικές επιτυχίες των πολιτών, αλλά συλλογικά αδυνατούμε ακόμη να βρούμε την ταυτότητά μας και να καταλάβουμε τη θέση που μας αξίζει στον σύγχρονο κόσμο. Κάποια στιγμή επιβάλλεται να προβληματιστούμε ως λαός και να αναπτύξουμε μια συλλογική συνείδηση, δημιουργώντας μια αλυσίδα κοινωνικών επιτυχιών που θα τονώσουν την αυτοπεποίθησή μας. Εξάλλου όπως είπε και η Eleanor Roosevelt (1884-1962, σύζυγος του αμερικανού προέδρου Φ. Ρούσβελτ): «Κανείς δεν μπορεί να σε κάνει να νιώσεις κατώτερος χωρίς τη συγκατάθεσή σου».
Από τον Νίκο Τάχατο, φιλόλογο