πανίσχυρης εκείνη την εποχή Γερμανίας και της ασθενούς Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην υπόθεση ενεπλάκη και η Ελλάδα, μιας και διαδραμάτισε ρόλο μεσολαβητή για την απελευθέρωση του ομήρου και κατηγορήθηκε από τους Τούρκους ότι είχε ενορχηστρώσει την όλη υπόθεση. Τα πρόσωπα που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο ήταν εκτός τον Ρίχτερ, ο Κοκκινοπλίτης έμπορος Γιάννης Μαρωνίδης, ο μητροπολίτης Ελασσόνας Νεόφυτος, ο πρόξενος της Ελλάδας στην Ελασσόνα Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος, οι Τούρκοι διοικητές της περιοχής και φυσικά οι κάτοικοι των χωριών του Ολύμπου, που βρέθηκαν άθελά τους στην δίνη της υπόθεσης και υπέστησαν τα πάνδεινα.
Ο Ρίχτερ είχε επισκεφθεί την περιοχή του Ολύμπου τόσο το 1909, όσο και το 1910, σε μια προσπάθεια να κατακτήσει τις ψηλές κορυφές του, χωρίς όμως επιτυχία. Το 1911 ο απτόητος αυτός άντρας έφτασε, μέσω Θεσσαλονίκης και Κατερίνης, στο χωριό Κοκκινοπηλός και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Γεώργιου Μαρωνίδη. Η Ελλάδα θεώρησε την στιγμή κατάλληλη, για να προκαλέσει ρήξη μεταξύ της Γερμανίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε λίγο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους και το ελληνικό κράτος είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων, προσπαθώντας να δείξει με κάθε τρόπο την αδυναμία της οθωμανικής αυτοκρατορίας να ελέγξει τα βαλκανικά της εδάφη.
Με την άφιξη του Ρίχτερ στον Κοκκινοπηλό, ειδοποιήθηκε ο Μαρωνίδης να πάει στην πόλη της Ελασσόνας, όπου συνάντησε τον Ελληνα πρόξενο Λεωνίδα Χρυσανθόπουλο και έναν Ελληνα αξιωματικό, αγνώστων στοιχείων και ενημερώθηκε για το σχέδιο της απαγωγής. Η απαγωγή θα γινόταν στην περιοχή του Ολύμπου και ο όμηρος δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να πατήσει ελληνικό έδαφος, ενώ την απαγωγή του έπρεπε να κάνουν διαβόητοι ληστές της περιοχής, ώστε να φανεί ότι ο πραγματικός λόγος ήταν η είσπραξη λύτρων. Ενήμερος για το όλο σχέδιο ήταν και ο μητροπολίτης Ελασσόνας Νεόφυτος, που θα επωμιζόταν το δύσκολο έργο της προστασίας των κατοίκων των χωριών.
Η απαγωγή ανατέθηκε στον γνωστό λήσταρχο της περιοχής Λιόλιο (καταγωγή από το Φλάμπουρο Ελασσόνας) και της συμμορίας του. Ο Λιόλιος είχε εξαιρετική γνώση της περιοχής, ήταν σκληρός αλλά έντιμος στις διαπραγματεύσεις και επικηρυγμένος τόσο από τους Τούρκους όσο και από τους Ελληνες. Ήταν συνεπώς ο κατάλληλος άνθρωπος. Ο Μαρωνίδης ήρθε σε επαφή μαζί του και ο λήσταρχος αποδέχτηκε αμέσως την πρόταση που του έγινε. Ο σύνδεσμός του θα ήταν ένας Ελληνας αξιωματικός του στρατού, που για λόγους ασφαλείας θα κινούνταν ως βοσκός στα ποιμνιοστάσια της περιοχής.
Στις 27 Μαΐου ο Ρίχτερ ξεκίνησε το πρωί, με συνοδεία δύο Τούρκων χωροφυλάκων και δύο χωρικών ως βοηθοί, από τον Κοκκινοπηλό για μια εξερεύνηση της περιοχής. Αργά το απόγευμα και ενώ επέστρεφαν στο χωριό σταμάτησαν για νερό σε μια βρύση. Ξαφνικά ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί και οι Τούρκοι χωροφύλακες έπεσαν νεκροί. Μέσα από τα δέντρα ξεπετάχτηκαν έξι ληστές που ακινητοποίησαν τον Ρίχτερ και τους χωρικούς. Οι ληστές άφησαν ελεύθερους τους χωρικούς και παίρνοντας μαζί τους τον Γερμανό εξερευνητή χάθηκαν στα δύσβατα μέρη του Ολύμπου. Ο Λιόλιος έστειλε επιστολή γραμμένη στα ελληνικά στον Ελληνα πρόξενο της Ελασσόνας, ο οποίος και ειδοποίησε τις τουρκικές αρχές που άρχισαν αμέσως αναζητήσεις. Σύντομα όλη η περιοχή των ελληνοτουρκικών συνόρων στην περιοχή της «Μελούνας» γέμισε Τούρκους στρατιώτες.
Η υπόθεση έλαβε γρήγορα διεθνείς διαστάσεις. Η Γερμανία απαίτησε από την Οθωμανική αυτοκρατορία την άμεση εύρεση και απελευθέρωση του υπηκόου της. Οι ελληνικές εφημερίδες αναφέρονταν εκτενώς στο συμβάν, γράφοντας συνεχώς για την ανικανότητα των τουρκικών αρχών να βρουν τους ληστές. Ο ίδιος ο Ρίχτερ χρόνια αργότερα έγραψε ένα βιβλίο για εκείνες τις μέρες. Γράφει: « Πιστεύω πως οι ληστές ενεργούσαν για λογαριασμό τρίτου προσώπου που συνδεόταν αμέσως με πολιτικές και διπλωματικές αρχές της Θεσσαλονίκης. Όπως και αν έχει η όλη υπόθεση της απαγωγής μου, στάθηκε αφορμή για την απαρχή δυσάρεστης διπλωματικής εξέλιξης μεταξύ Γερμανικής και Τουρκικής κυβέρνησης. Δεν αποκλείεται μάλιστα αυτές οι δυσαρέσκειες να βάρυναν έστω και λίγο τη μετέπειτα έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων του 1912». Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι αρχές Ιουνίου, λίγες μόλις μέρες από την απαγωγή, οι τουρκικές αρχές δέχτηκαν αμέσως να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ληστών, δίνοντάς τους μουλάρια φορτωμένα χρυσάφι, περίπου 19 χιλιάδες χρυσές λίρες. Οι ληστές όμως δεν τις δέχτηκαν και ζήτησαν περισσότερα λύτρα. Ήταν ακόμη πολύ νωρίς για την απελευθέρωση. Η Τουρκία έπρεπε να ταπεινωθεί περισσότερο.
Εκείνοι που υπέφεραν τα πάνδεινα, ήταν οι κάτοικοι του Κοκκινοπηλού και των γύρω περιοχών. Γνωρίζουμε από επιστολές που έστειλε ο μητροπολίτης Ελασσόνας Νεόφυτος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ότι τα τουρκικά αποσπάσματα ξυλοκοπούσαν τους χωρικούς και τους έβαζαν να υπογράφουν δηλώσεις ότι σε προκαθορισμένη ημερομηνία θα έβρισκαν και θα παρέδιδαν τον Ρίχτερ. Στο χωριό Σέλος (σημερινό Πύθιο) ξυλοκοπήθηκε ο ιερέας του χωριού και στον Κοκκινοπηλό φυλακίστηκαν πενήντα γυναίκες στον χώρο του σχολείου. Ο ηγούμενος της ιεράς Μονής Αγίας Τριάδας Σπαρμού Νικηφόρος και ο μοναχός Κύριλλος είχαν συλληφθεί και είχαν οδηγηθεί στην Ελασσόνα και θα οδηγούνταν σε δίκη. Αφορμή είχε σταθεί το γεγονός ότι σε σπηλιά κοντά στην Μονή είχε βρεθεί νεκρός κάποιος ληστής.
Τελικά ο Ρίχτερ απελευθερώθηκε στις 22 Αυγούστου 1911 και αφού δόθηκαν στους ληστές 38 χιλιάδες χρυσές λίρες ως λύτρα. Η Ελλάδα είχε πετύχει τον στόχο της που ήταν να κλονίσει τις άριστες μέχρι τότε σχέσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Γερμανίας στις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων.
(σημ. οι επιστολές του μητροπολίτη Νεόφυτου θα δημοσιευτούν στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο, στο τεύχος του Μαρτίου 2021).
Βιβλιογραφία:
1. Γιάννης Αδάμου: «Η Υπόθεση Ρίχτερ», Ελασσόνα 1972
2. Βιβλίο αλληλογραφίας της Μητρόπολης Ελασσόνας 1892-1913
3. Καϊμακάμης Β. «απαγωγή και ομηρία στον Όλυμπο» Θεσσαλονίκη 2007
Από τον Νίκο Τάχατο, φιλόλογο