δίνουν την ευκαιρία ν’ ανεβοκατεβαίνουν κυβερνήσεις, να περιορίζεται η καθεστωτική αντίληψη ορισμένων και να ανανεώνεται, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, το στελεχιακό δυναμικό των κομμάτων και της χώρας.
Κάτι τέτοιο, εν τούτοις, είναι, συνήθως, μόνο ευκταίο, γιατί, στην πράξη, το δημοκρατικό μας σύστημα βραχυκυκλώνεται, ποικιλότροπα, αποδυναμώνεται και διολισθαίνει σε επικίνδυνες ατραπούς. Μπορεί, δηλ., οι πολίτες, με βάση τη στατιστική, να δίνουν, συνήθως, εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο ίδιο κόμμα μόνο σε δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, μια που η μακροχρόνια άσκηση της εξουσίας φθείρει• μπορεί, ακόμα, οι αρχηγοί των κομμάτων, να ανανεώνουν, κατά καιρούς, τα ψηφοδέλτιά τους με νέο αίμα, δίνοντας, έτσι την ευκαιρία στους πολίτες να επιλέγουν νέα πρόσωπα, αλλά χρειάζονται, πιστεύω, και άλλες ασφαλιστικές δικλείδες, προκειμένου το δημοκρατικό μας πολίτευμα να λειτουργεί, ομαλά, αφού οι παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας είναι πάρα πολλές.
Απόδειξη αποτελεί και το γεγονός, ότι, χρόνια τώρα, κάποια πρόσωπα καταφέρνουν με διάφορους τρόπους, να κερδίζουν, αρχικά, μια θέση στο ελληνικό κοινοβούλιο, να σταθεροποιούνται, κατόπιν, σ’ αυτό, επί πολλά χρόνια, να γίνονται, έτσι, καθεστώς και ν’ αντιμετωπίζουν την ενασχόλησή τους αυτή ως βιοποριστικό επάγγελμα. Άλλοι απ’ αυτούς κατάγονται από τζάκια, οπότε διαθέτουν όνομα, χρήμα και δύναμη, ικανή να επηρεάζει στο διηνεκές την ψήφο των πολιτών. Κάποιοι άλλοι, εκμεταλλευόμενοι είτε την αξιοσύνη τους, είτε τη μέθοδο του Μαυρογιαλούρου, είτε, πολλές φορές, μόνο την αναγνωρισιμότητά τους, απ’ την οποία, αποδεδειγμένα, συγκινείται, ιδιαίτερα, ο λαός μας, τα καταφέρνουν το ίδιο καλά.
Κοντά σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσει κανείς, ότι πολλοί πολίτες ψηφίζουν με βάση το θυμοειδές και, συνήθως, την κομματική υπόδειξη, και όχι την αξιοσύνη των υποψηφίων, ενώ με την πολιτική, δύσκολα, ασχολούνται επιτυχημένοι πολίτες, λόγω οικογενειακών, επαγγελματικών και άλλων υποχρεώσεων. Θα πρέπει, γι’ αυτό, να βρεθούν τρόποι, προκειμένου να περιορισθεί το κακό και να ανανεώνεται, ευκολότερα, το στελεχιακό δυναμικό της χώρας, όχι μόνο στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά, ει δυνατόν, και στην τοπική αυτοδιοίκηση και στον συνδικαλισμό, μια που ουδείς αναντικατάστατος.
Για τον σκοπό αυτό, είναι δυνατόν, κατά την άποψή μου, να τεθούν, διά νόμου, περιορισμοί και στις θητείες των αιρετών αρχόντων, όπως συμβαίνει και με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Θα μπορούσε, π.χ., οι υποψήφιοι βουλευτές, εφόσον εκλεγούν, να ασκούν τα καθήκοντά τους επί δύο συνεχόμενες τετραετείς θητείες, ή, καλύτερα, επί μια ολόκληρη οκταετία, μετά τη λήξη της οποίας, να κάνουν ένα αναγκαστικό διάλειμμα μιας πλήρους κοινοβουλευτικής θητείας ή μιας τετραετίας και, κατόπιν, να συνεχίζουν, κατά τον ίδιο τρόπο. Κάτι ανάλογο, θα μπορούσε να ισχύσει, επίσης, και στην αυτοδιοίκηση και στο συνδικαλισμό. Έτσι, πιστεύω, μπορεί να παταχθεί η καθεστωτική αντίληψη, να απαλλαγούμε από επαγγελματίες πολιτικούς και από μόνιμους εργατοπατέρες, να δίνονται ευκαιρίες και να ανανεώνεται, περισσότερο, το στελεχιακό δυναμικό της χώρας και να λειτουργεί, τέλος, η Δημοκρατία καλύτερα, απαλλαγμένη από βαρίδια, που της κάνουν κακό.
Μα, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, δεν ακυρώνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αξία της εμπειρίας και της σοφίας, που αποκτά κάποιος, όταν ασχολείται, επί μακρόν, με τις κοινές υποθέσεις και δεν καίγονται, έτσι, κοντά στα ξερά και τα χλωρά; Αυτό είναι, βέβαια, αναπόφευκτο. Μπορεί, γι’ αυτό, να δοθεί η δυνατότητα στα κόμματα και στους αρχηγούς τους να συμπεριλαμβάνουν στα ψηφοδέλτια επικρατείας, ορισμένους πολιτικούς, που, αποδεδειγμένα, πέτυχαν στην αποστολή τους, χωρίς τους προαναφερθέντες περιορισμούς.
Πέραν τούτου, επειδή η πρόταση, που καταθέτω, δεν είναι μελετημένη, αλλά πρόχειρη, είναι δουλειά των ειδικών, να την εξετάσουν, αν είναι ενδιαφέρουσα, και να τη συμπληρώσουν, προκειμένου να γίνει εφικτή και εφαρμόσιμη. Άλλωστε, δεν είμαι ο πρώτος διδάξας κάτι τέτοιο, ούτε τρέφω αυταπάτες, ότι κάτι θα γίνει, αφού στόχος μου είναι, απλά, να προβληματίσω, να ταράξω τα λιμνάζοντα νερά και να δώσω αφορμή για κουβέντα, παρότι κινδυνεύω να παρεξηγηθώ από ορισμένους, που, ενδεχομένως, θίγονται απ’ αυτήν.
Ωστόσο, πού ξέρεις; Μπορεί και να αναπτυχθεί ένας γόνιμος διάλογος.