Μου εντυπώθηκε το βλέμμα του. Ένα βλέμμα που θύμιζε περισσότερο έναν πατέρα, ο οποίος πήγε να παραλάβει τον θλιμμένο γιο του κι ένα γειτονάκι του, απ' τη θερινή παιδική κατασκήνωση του Πλαταμώνα, διότι δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν σ'αυτήν και ζήτησαν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους, παρά έναν υψηλόβαθμο ένστολο Έλληνα Αξιωματικό. Δεν γνώριζα καν ποιος ήτανε τότες. Ούτε τ'όνομα και τον βαθμό του συγκράτησα.
Τον πρωτοείδα, τυχαία, από κοντά, δεκατέσσερις μήνες αργότερα! Στην Λάρισα. Με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, η 1η Στρατιά διοργάνωσε έκθεση - αφιέρωμα στην Προεδρική Φρουρά και την ευζωνική στολή στην αίθουσα τιμών της Στρατιάς, η οποία ήταν ανοιχτή για το κοινό και τους μαθητές σχολείων.
Το είδα ως μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να την επισκεφθώ, να δω από κοντά τους εύζωνες και να μάθω και την ιστορία τους.
Όταν μπήκα μέσα η αίθουσα ήταν κατάμεστη από μαθητές δημοτικού σχολείου της πόλης, καθισμένους στο πάτωμα να παρακολουθούν προσηλωμένοι την ξεναγό να τους εξηγεί τις λεπτομέρειες. Στάθηκα δίπλα στην είσοδο και παρακολουθούσα μ' ενδιαφέρον. Ξαφνικά απ' την πόρτα εισόδου της αίθουσας εισήλθε ο διοικητής Στρατιάς κι έριξε μια ματιά εποπτεύοντας αν όλα είναι εντάξει! Τον θυμήθηκα αμέσως. Ήταν ο Αξιωματικός του αεροσκάφους!Μου εντυπώθηκε με ενάργεια το βλέμμα του. Ένα βλέμμα που θύμιζε το λιοντάρι το οποίο επιβλέπει εάν τα μικρά της αγέλης είναι καλά, προτού το ίδιο βγει έξω στην σαβάνα για να κυνηγήσει. Μου έφερε στον νου τον «Μουφάσα» απ'τον» Βασιλιά των Λιονταριών»την πανέμορφη και φιλοσοφημένη αμερικανική ταινία.
Και τα παιδάκια όλα μαζί, ταυτοχρόνως, γύρισαν και τον κοίταξαν με δέος, με τα μάτια τους ορθάνοιχτα. Αυτός στράφηκε κι έφυγε από τον χώρο δίχως να πει κουβέντα. Ρώτησα, όμως, κι έμαθα: Ήταν ο διοικητής 1ης Στρατιάς αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Φλώρος! Τον πρωτοσυνάντησα, όμως, τυχαία έναν μήνααργότερα! Και πάλι στην Λάρισα. Με αφορμή, αυτήν την φορά, τα Εισόδια της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου 2019 και την γιορτή των Ενόπλων Δυνάμεων, η 1η Στρατιά, και πάλι, διοργάνωσε στο Δημοτικό Ωδείο της πόλης μία μουσική εκδήλωση ανοιχτή στο κοινό. Περνούσα απ' έξω, είδα κόσμο κι είπα να μπω για να περάσω και λίγο ευχάριστα την ώρα μου.
Φορώντας ένα φθαρμένο μπλουτζίν, μ' ένα ιδρωμένο πουκάμισο που 'χα τρεις - τέσσερις μέρες να το αλλάξω πήγα και κάθισα πάνω στον εξώστη παράμερα.
Μετά το τέλος της εκδήλωσης στο γεμάτο κόσμο φουαγιέ υπήρχαν ελεύθερα για το κοινό νερό, αναψυκτικά, κρασί και άφθονες νοστιμιές. Αφού τσίμπησα κάτι βιαστικά, γέμισα ως απάνω ένα ποτήρι με βαθυκόκκινο κρασί (μια κακή συνήθειά μου να ξεχειλίζω κούπες και ποτήρια...) και πριν καν πιω μια γουλιά, βλέπω παραδίπλα μου και πάλι τον διοικητή στρατιάς. Ήθελα να του μιλήσω. Με το υπερχειλισμένο, λοιπόν, ποτήρι μου πηγαίνω και του λέω: - «Συγχαρητήρια, στρατηγέ. Ωραία εκδήλωση». Πριν να ολοκληρώσει καν αυτός το «Ευχαριστώ» του, ούτε και ξέρω πώς, ίσως λόγω του συνωστισμού, ίσως και λόγω της απροσεξίας μου εκείνη την ημέρα, ρίχνω το μισό ποτήρι κόκκινο κρασί πάνω στα μπατζάκια του πανταλονιού της στολής του και στα καλογυαλισμένα σκαρπίνια του, καταλήγοντας μερικές σταγόνες και στα φθαρμένα μου αθλητικά παπούτσια! Ντροπιάστηκα. Του ζήτησα συγγνώμη και μου απάντησε: -Μην νοιάζεστε για μένα. Εσείς μην λερωθήκατε!», με μια ειλικρίνεια, οικειότητα και καλοσύνη που θα νόμισες πως ήμουν κάποιος παλιός φίλος του, εάν απουσίαζε ο πληθυντικός ευγενείας...
Του σφίγγω δυνατά τη χερούκλα του λέγοντας: - «Σας θαυμάζω, στρατηγέ!», ενώ αυτός μου ανταπέδωσε μία ακόμη πιο δυνατή κι αρρενωπή χειραψία λέγοντας: - «Σας ευχαριστώ. Να είσαστε πάντα καλά!», χαμογελώντας εγκάρδια.
Αυτός είναι, τελικά, για μένα ο Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας: ο Στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος! Έτσι τον έχω στο μυαλό μου. Έτσι τον έχω και στην καρδιά μου. Να, γιατί τον θαυμάζω. Κι αν μου ξαναδινόταν η ευκαιρία κάτι να του ξαναπώ, θα ήταν αυτούσιος ένας στίχος του ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου απ' τον «Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα». Θα τον ρωτούσα, λοιπόν: - Στρατηγέ, «Μήπως να 'σαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε, κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;».
Από τον Νικόλα Αλβιώτη, ποιητή