κυβερνητικές πολιτικές, ένας κόσμος στον οποίο οι πολίτες θα στερούνται δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με ιστορικούς αγώνες και διαμορφώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν το ισχυρότερο όπλο και ταυτόχρονα την έσχατη γραμμή άμυνας των πολιτών απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από ερμηνείες. Το γράμμα και η φιλοσοφία του νομοσχεδίου είναι σαφές και εντάσσει τους μελλοντικούς διαδηλωτές σε μία κατηγορία πολιτών που ευκόλως μπορεί να διωχθούν ποινικά και αστικά διότι είχαν την πρωτοβουλία να συμμετέχουν σε μία διαδήλωση που δεν εγκρίνει η κρατική εξουσία. Μετά το ιδιώνυμο του Ελευθερίου Βενιζέλου που εισήχθη με το ν. 4229/1929 και είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση των περισσότερων εργατικών οργανώσεων έως το 1930, δεν έχουμε σήμερα κανένα περιθώριο για αυταπάτες ότι η κυβέρνηση δήθεν κόπτεται για την ασφάλεια των πολιτών. Προβλέπει μάλιστα, ποινή φυλάκισης ακόμη και για την απλή συμμετοχή (ιδιώνυμο) σε «απαγορευμένες » από την αστυνομία και μόνο διαδηλώσεις.
Ας μην τρέφουμε χίμαιρες. Η κυβέρνηση δεν κόπτεται για την ασφάλεια των πολιτών αλλά κόπτεται να αποδυναμώσει τη δυναμική των διαδηλώσεων και κατ’επέκταση να καταπνίξει προκαταβολικά φωνές διαμαρτυρίας απέναντι στις πολιτικές που θα εφαρμόσει τα επόμενα χρόνια. Ας μην ξεχνάμε τις επιπτώσεις που είχαν οι διαδηλώσεις απέναντι στην πολιτική της Μάργκαρετ Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίες οδήγησαν στην πτώση των «Τόρις» υπέρ των εργατικών. Μάλιστα αξίζει να σημειωθεί ότι η Θάτσερ προφανώς για να προλάβει τις αντιδράσεις στις σκληρή μονεταριστική πολιτική που ακολούθησε στη διάρκεια της θητείας της απαγόρευσε στις συνδικαλιστικές οργανώσεις να διαδηλώνουν εκτός εργασιακού χώρου και η αστυνομία κατέστειλε βιαίως τις διαδηλώσεις αυτές.
Ως πρόσχημα λοιπόν, για την απαγόρευση των διαδηλώσεων-συναθροίσεων η κυβέρνηση επικαλείται την ασφάλεια των πολιτών, τη σοβαρή απειλή διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής μιας περιοχής και τα έκτροπα που έχουν συμβεί στο παρελθόν κατά τη διαρκεια μαχητικών διαδηλώσεων. Είναι αυτονόητο ότι είναι καταδικαστέες εκείνες οι πράξεις εν μέσω διαδηλώσεων που εκφεύγουν του σκοπού τους και προκαλούν καταστροφές. Ωστόσο, ας αναρωτηθούμε: Θα είμαστε ασφαλέστεροι εάν απαγορευθούν οι διαδηλώσεις; Τούτο διότι ας μη γελοιόμαστε, η ψήφιση του κυβερνητικού νομοσχεδιού στόχο έχει την απαγόρευση των διαδηλώσεων. Είμαστε λοιπόν πραγματικά ασφαλείς όταν ακουσίως-εκουσίως αποστερούμαστε του ισχυρότερου μέσου πίεσης προκειμένου να εκφράζουμε τις αντίθεσή μας σε κυβερνητικές πολιτικές;
Προκειμένου να απαντήσουμε στο ερώτημα και πέρα από την αντίθεση του υπο ψήφιση νομοσχεδίου προς το πνεύμα του συντάγματος, αξίζει να σκεφτούμε λίγο πώς θα ήταν σήμερα ο κόσμος, χωρίς τις διαδηλώσεις του 20ού αιώνα που άλλαξαν την ιστορία και εάν θα ήταν καλύτερος ή χειρότερος:
Η εμβληματική διαδήλωση της Ουάσιγκτον του μακρινού 1963 με τη συγκλονιστική και ανεξίτηλη ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, με τους 250.000 ανθρώπους να ξεχύνονται στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τα δικαιώματα των αφρικανοαμερικανών δε θα είχε πραγματοποιηθεί ποτέ, διότι η αστυνομία θα τη θεωρούσε σίγουρα επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Καταγράφηκαν ζημιές κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων αλλά δεν πρέπει να λησμονείται ότι ήταν η σπίθα που οδήγησε στην αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων στους αφρικανοαμερικανούς. Θα αναγνωρίζονταν η ισότητα στην Αμερική ακόμη και σήμερα χωρίς και τις πρόσφατες δυναμικές διαδηλώσεις;
Θα μου επιτρέψετε να αμφιβάλλω...
Η μαζική ειρηνική διαδήλωση 20.000 μαθητών και εκπαιδευτικών στη Νότια Αφρική, το 1976 που πραγματοποιήθηκε μετά τις ταραχές στις παραγκουπόλεις του ‘Soweto’ του Γιοχάνεσμπουργκ κατά της υποχρεωτικής χρησιμοποίησης στα σχολεία του γλωσσικού ιδιώματος των ολλανδικής καταγωγής λευκών κατοίκων της Ν. Αφρικής θα είχε απαγορευτεί ως επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η διαδήλωση που είχε τη στήριξη του κινήματος της μαύρης αντίστασης (BCM), οργάνωσης που κάλυπτε το κενό του απαγορευμένου τότε κινήματος του Νέλσον Μαντέλα (ANC), ανέδειξε παγκοσμίως τα ζητήματα που απασχολούσαν τους πολίτες μιας χώρας που βρισκόταν υπο το καθεστώς φυλετικών διακρίσεων (apartheid) που επέβαλε η λευκή μειοψηφία επί της μαύρης πλειονότητας του πληθυσμού. Η αστυνομία που τότε διέλυσε βιαίως τη διαδήλωση χρησιμοποιώντας εκπαιδευμένα σκυλιά και όπλα θα επεδίωκε σίγουρα να μην είχε πραγματοποιηθεί εξαρχής. Εάν η διαδήλωση του ‘Soweto’ δεν είχε πραγματοποιηθεί ως επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, δεν θα εκδίδονταν ποτέ το Ψήφισμα 392/1976 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο καταδίκαζε τη βάναυση συμπεριφορά της αστυνομίας και το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων ούτε ο Νέλσον Μαντέλα θα μπορούσε να διεθνοποιήσει τον αγώνα κατά του apartheid.
Η μεγαλειώδης διαδήλωση στην ‘Alexanderplatz’ στο ανατολικό Βερολίνο το 1989, που σε καμία περίπτωση δεν ενέκρινε το καθεστώς Χόνεκερ εφόσον ήταν επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, κατά την οποία μισό εκατομμύριο άνθρωποι απαιτούσαν άμεσες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, πυροδότησε τις εξελίξεις που εντέλει οδήγησαν στην πτώση του τείχους του Βερολίνου. Θα έπεφτε το τείχος χωρίς τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας προς το καθεστώς Χόνεκερ; Πιθανώς ναι, αλλά σίγουρα όχι με το δυναμικό και οριστικό τρόπο με τον οποίο τελικά συνέβη.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν σήμερα, αξίζει με το πρόσχημα της διατήρησης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας να εκχωρήσουμε το δικαίωμα στον αστυνομικό διευθυντή να αποφασίζει πότε θα απαγορευτεί μια διαδήλωση; Αξίζει να ποινικοποιήσουμε ακόμη και την απλή συμμετοχή σε μια διαδήλωση που η κυβέρνηση θεωρεί «επικίνδυνη»;
Παροράται ότι οι διαδηλώσεις είτε ως μέσο διαμαρτυρίας απέναντι σε αντιλαϊκές πολιτικές είτε ως ένα δυναμικό μέσο προώθησης κοινωνικών αγώνων, συνέβαλαν στην αναγνώριση και κατοχύρωση ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και ενίσχυσαν την ταυτότητά μας ως ενεργών πολιτών σε κοινωνίες που πάντοτε θα έχουν ανάγκη να ταρακουνιούνται προκειμένου να βελτιώνονται.
Σε κάθε περίπτωση εξάλλου, ποτέ δεν ξέρουμε πότε θα γίνει μια διαδήλωση που θα αλλάξει τον κόσμο, ίσως και να είναι η επόμενη... και να είμαστε εκεί!
Από τη Μαρία Ι. Γαλλιού, δικηγόρο, υπ. βουλευτή Λάρισας