οικονομίες, με το ΑΕΠ της να κυμαίνεται το 2019 στα 15,3 τρισ. ευρώ ή 17,1 τρισ. δολάρια. Πάνω από το 64% του συνόλου των εμπορικών συναλλαγών των ευρωπαϊκών χωρών πραγματοποιείται με άλλες χώρες της Ε.Ε. Παρόλο που στην ΕΕ αναλογεί μόνο το 6,9% του παγκόσμιου πληθυσμού, οι εμπορικές της συναλλαγές με τον υπόλοιπο κόσμο ανέρχονται στο 15,6% περίπου των παγκόσμιων εξαγωγών και εισαγωγών. Μαζί με τις ΗΠΑ και την Κίνα, η ΕΕ είναι ένας από τους 3 κυριότερους παγκόσμιους παράγοντες στον τομέα του διεθνούς εμπορίου. Οι χώρες της ΕΕ κατέχουν το δεύτερο μεγαλύτερο μερίδιο των παγκόσμιων εισαγωγών και εξαγωγών εμπορευμάτων. Οι εξαγωγές τους ανέρχονται στο 15,6% των συνολικών παγκόσμιων εξαγωγών, αν και υποσκελίστηκαν για πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ από τις εξαγωγές της Κίνας με 17,0%. Ωστόσο, εξακολούθησαν να υπερβαίνουν τις αντίστοιχες των ΗΠΑ με 11,8%. Οι ΗΠΑ κατέχουν μεγαλύτερο μερίδιο των παγκόσμιων εισαγωγών (17,6%) σε σχέση τόσο με τις χώρες της ΕΕ (14,8%) όσο και με την Κίνα (12,4%). Το Διεθνές Πρόγραμμα Σύγκρισης της Παγκόσμιας Τράπεζας (ICP) που κυκλοφόρησε τα τελευταία του στοιχεία σχετικά με τα επίπεδα τιμών και το ΑΕΠ σε 176 χώρες έδειξε εντυπωσιακά και τα αποτελέσματα. Για πρώτη φορά, το ICP διαπιστώνει ότι το συνολικό πραγματικό εισόδημα της Κίνας (προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό) είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από αυτό των ΗΠΑ. Οσον αφορά την αγοραστική δύναμη-ισοτιμία (ΡΡΡ), το ΑΕΠ της Κίνας ήταν 19,617 τρισ. δολάρια, ενώ των ΗΠΑ ήταν 19,519 τρισ. δολάρια. Φυσικά, όταν το συνολικό εισόδημα της Κίνας διαιρείται με τον τεράστιο πληθυσμό της, η εικόνα αλλάζει. Αν και το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας έχει περάσει μπροστά από την Αίγυπτο, παραμένει στη μέση της λίστας παγκοσμίως, πίσω από τη Βραζιλία, το Ιράν, την Ταϊλάνδη και το Μεξικό. Σε κάθε περίπτωση, οι δύο έννοιες –το συνολικό και το κατά κεφαλήν εισόδημα– έχουν η καθεμία ξεχωριστές επιπτώσεις για τα γεωπολιτικά, οπότε πρέπει κανείς να τις εξετάσει ξεχωριστά. Η Κίνα θέλει να αντιμετωπιστεί σαν αναπτυσσόμενη χώρα, τουλάχιστον στις εμπορικές διαπραγματεύσεις και το κατά κεφαλήν εισόδημα του ICP δείχνει ότι είναι ακριβώς αυτό. Ωστόσο όσον αφορά την πολιτική εξουσίας και την επιρροή της Κίνας στα διεθνή ιδρύματα, το συνολικό εισόδημα έχει μεγαλύτερη σημασία. Ορισμένοι επισημαίνουν ότι το ίδιο το ΔΝΤ παρουσιάζει το ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ), για ορισμένους πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Ωστόσο το ΔΝΤ δεν παίρνει καμία θέση σχετικά με το ποια οικονομία είναι μεγαλύτερη. Το μόνο στοιχείο που δίνει το ΔΝΤ είναι με τον τύπο που καθοδηγεί την εκχώρηση μεριδίων ποσοστώσεων σε χώρες-μέλη του. Η μέτρηση του ΑΕΠ σταθμίζεται, με 60% να υπολογίζεται από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και μόνο 40% από την αγοραστική δύναμη. Ο δείκτης ΑΕΠ αντιπροσωπεύει το ήμισυ του συνολικού τύπου, με άλλα μέτρα, όπως το άνοιγμα του εμπορίου, να περιλαμβάνουν το άλλο μισό. Όπου οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν την επιρροή τους σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η Κίνα γεμίζει το κενό. Οι ΗΠΑ έχουν τη χρηματοοικονομική δύναμη για να μείνουν στην κορυφή, αλλά τελευταία φαίνεται να έχουν ξεχάσει γιατί αυτή η ηγετική θέση είναι τόσο πολύ σημαντική για όλο τον κόσμο.
Οι διαπραγματεύσεις ΕΕ-ΗΠΑ για περιορισμένη εμπορική συμφωνία για μηδενικούς δασμούς σε βιομηχανικά αγαθά εκτός από αυτοκίνητα, μείωση των εμπορικών φραγμών και αύξηση του εμπορίου και των υπηρεσιών που σχετίζονται με χημικά, φαρμακευτικά προϊόντα, σόγια και κανονιστική συνεργασία έχουν καθυστερήσει. Δεν υπήρξε συμφωνία για τη συμπερίληψη της γεωργίας στις συνομιλίες, ενώ η ΕΕ πίεσε τις ΗΠΑ να σημειώσουν πρόοδο σε μια συμφωνία μίνι εμπορίου. Οι ΗΠΑ και η Κίνα πέτυχαν τη λεγόμενη «συμφωνία φάσης-ένα» τον Ιανουάριο, σύμφωνα με την οποία η Κίνα δεσμεύτηκε να αγοράσει περισσότερα αγαθά, υπηρεσίες και ενέργεια από τις ΗΠΑ και να βελτιώσει την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Τα αυξημένα τιμολόγια που επέβαλαν οι ΗΠΑ και η Κίνα είδαν μόνο μικρές αλλαγές. Συμπερασματικά, ίσως αυτό που πρέπει να απαντηθεί να μην είναι το ερώτημα για τη μεγαλύτερη, αλλά την ανθεκτικότερη οικονομία, αφού οι απώλειες της παγκόσμιας οικονομίας από την πανδημία εκτιμώνται στα 17 τρισ. δολάρια.
Από τον Βασίλη Κορκίδη, πρόεδρο του ΕΒΕΠ