Βέβαια την άποψή της η ΔΟΕ δεν τη συνοδεύει με επιχειρήματα, που να απορρέουν από την ελληνική και τη διεθνή βιβλιογραφία. Φαίνεται πως είναι εμπειρική, ενστικτώδης (ελληναράδικη), γιατί οι ελληνικές και διεθνείς έρευνες διαπιστώνουν αντιθέτως ότι το παιδί από την ηλικία των 2,5 ετών έχει κατακτήσει όλη τη δομή της μητρικής του γλώσσας (Για περισσότερα δες το βιβλίο του Γιάννη Μπασλή «Η κατάκτηση της γλώσσας από το παιδί (2002), εκδ. Γρηγόρη») κι επομένως από εκεί και πέρα είναι ικανό να μάθει και άλλη, εκτός από τη μητρική του, γλώσσα. Η εμπειρία μάλιστα ακόμα και των δικών μας δίγλωσσων βλαχόπουλων αυτό δείχνει.
Η γνώση ξένων γλωσσών είναι μια αναγκαιότητα που κανένας δεν αμφισβητεί. Δεν υπάρχει γονιός, που να μην πιστεύει ότι, για να προκόψει το παιδί του, θα πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί μία τουλάχιστον από τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές γλώσσες και κυρίως τα αγγλικά. Αυτή ακριβώς την ανάγκη υιοθετεί και η πολιτεία, η οποία πριν από κάμποσα χρόνια είχε εισαγάγει τη διδασκαλία της από την Α’ Δημοτικού, -και τότε είχαμε διαμαρτυρίες από «ελληνόφρονες»-, ενώ τα Γαλλικά/Γερμανικά από την 5η τάξη. Σε μια πρόσφατη μάλιστα έρευνα η Eurostat διαπίστωσε ότι οι Έλληνες μαθητές γνωρίζουν λιγότερο ή περισσότερο μια τουλάχιστον ξένη γλώσσα, μολονότι το επίτευγμα αυτό οφείλεται για διάφορους λόγους όχι στο δημόσιο σχολείο, αλλά στο φροντιστήριο της γειτονιάς. Κι αυτό, διότι:
1. Κάθε σχολικό τμήμα στο δημόσιο αποτελείται από πάνω από 15 μαθητές, αριθμός μεγάλος, για να διδαχτεί μια ξένη γλώσσα.
2. Ως προ το επίπεδο γνώσης της γλώσσας υπάρχει ανομοιογένεια. Για κάποιους λόγους μερικοί μαθητές γνωρίζουν πολύ καλύτερα τη γλώσσα. Ο δάσκαλος επομένως δεν ξέρει σε ποιο επίπεδο να οργανώσει το μάθημα. Ν’ απευθύνεται στους προχωρημένους ή στους λιγότερο προχωρημένους; Θα πρέπει να παραμελήσει κάποια από τις δύο ομάδες μαθητών, κάτι που δεν γίνεται στα ιδιωτικά φροντιστήρια, στα οποία οι ομάδες είναι ομοιογενείς.
3. Πολλοί μαθητές υποτιμούν το μάθημα του σχολείου, επειδή τα γλωσσικά φαινόμενα, που διδάσκονται στο σχολείο, τα έχουν διδαχτεί στο φροντιστήριο.
4. Η ίδια η Πολιτεία κρατάει μια αντιφατική στάση απέναντι στο μάθημα. Από τη μια διακηρύσσει την αναγκαιότητα της ξένης γλώσσας, κι από την άλλη δεν εντάσσει το μάθημα στα μαθήματα κατεύθυνσης, που οδηγούν στα πανεπιστημιακά τμήματα ξένων γλωσσών, κάτι που αναγκάζει μαθητές και γονείς να καταφεύγουν στα φροντιστήρια, προκειμένου να εισαχθούν στις αντίστοιχες πανεπιστημιακές σχολές.
Η κατάσταση, που με τόση συντομία παρουσιάστηκε, δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η Πολιτεία πρέπει: α) να συνειδητοποιήσει ότι η ξένη γλώσσα δεν μπορεί να διδαχτεί αποτελεσματικά όσο τα τμήματα είναι πολυπληθή και ανομοιογενή όσον αφορά το επίπεδο γνώσης της γλώσσας. Τα τμήματα πρέπει να είναι χωρισμένα σε τρία επίπεδα: προχωρημένων, κανονικών και μη προχωρημένων.
β) Το μάθημα να γίνεται με ενισχυμένο ωράριο σε όλες τις τάξεις.
γ) Η ξένη γλώσσα να ενταχθεί στα μαθήματα κατεύθυνσης, όπως τα μαθηματικά, η φυσική κ.λπ. Ετσι οι μαθητές τελειώνοντας το Λύκειο θα είναι ικανοί να επικοινωνούν τουλάχιστον στα αγγλικά, χωρίς να καταφεύγουν στα ιδιωτικά φροντιστήρια.
Είναι, λοιπόν, παράλογο για μένα το συνδικαλιστικό όργανο των δασκάλων (ΔΟΕ) να διαμαρτύρεται γιατί η Πολιτεία εισήγαγε το μάθημα των αγγλικών στο νηπιαγωγείο και να μη διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι τα ελληνόπουλα ύστερα από 12 χρόνια διδασκαλίας των αγγλικών αναγκάζονται να καταφεύγουν στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, για να μάθουν τουλάχιστον να χρησιμοποιούν με επάρκεια μια ξένη γλώσσα.
Τα παιδιά μάλιστα του νηπιαγωγείου, όπως δείχνουν οι γλωσσικές έρευνες, με μεγάλη ευκολία μαθαίνουν άλλες γλώσσες πέρα από τη μητρική.
Από τον Γιάννη Μπασλή, δρ. φ.