Πέραν τούτου, ενώ οι παραδοσιακές οικογένειες, παλιότερα, είχαν, ως επί το πλείστον, ενταγμένα τα άτομα αυτά μέσα στο περιβάλλον τους, η αντιμετώπισή τους, προϊόντος του χρόνου, ακολούθησε είτε το δόγμα τού "μακριά και αγαπημένα", είτε τον εγκλεισμό τους σε οίκους ευγηρίας. Στη χώρα μας, ωστόσο, που ο θεσμός της οικογένειας παραμένει πιο ζωντανός και ο συνεκτικός κρίκος των μελών της είναι, ακόμη, δυνατός, πολλοί γέροντες και γιαγιάδες αντιμετωπίζονται πιο ζεστά και πιο ανθρώπινα, χωρίς να αποκλείονται, βέβαια, και οι δύο άλλοι προαναφερθέντες τρόποι. Ας μην ξεχνάμε ότι αρκετοί ηλικιωμένοι είναι χρήσιμοι, αφού είναι σε θέση να ενισχύουν, οικονομικά, τα παιδιά τους και να συμβάλλουν στο μεγάλωμα εγγονιών.
Προέκυψε, όμως, ο κορονοϊός, ο οποίος, ειδικά στα γηροκομεία άλλων χωρών, έκανε θραύση και έγινε αιτία να έλθουν στην επιφάνεια οι γνωστές σκηνές αποτροπιασμού και εγκατάλειψης, που συγκλόνισαν και προβλημάτισαν τους πάντες. Ευτυχώς, που στη χώρα μας το κακό, γενικά, ήταν μικρό, χάρις στον κ. Τσιόδρα και στο επιτελείο του, στην αντοχή του Ε.Σ.Υ., αλλά και στην έγκαιρη και αποτελεσματική παρέμβαση της κυβέρνησης, που με οδηγό τα κελεύσματα της επιστημονικής κοινότητας προέταξε την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Ο συγκεκριμένος κορονοϊός, όμως, όπως και τόσοι άλλοι, ήρθε, απ’ ό,τι φαίνεται, για να μείνει. Ως εκ τούτου, εκτός απ’ τα εμβόλια, που περιμένουμε με τόση λαχτάρα, για να ηρεμήσουμε, θα είμαστε ασυγχώρητοι, αν χαλαρώσουμε και δεν πάρουμε τα μέτρα μας, προκειμένου με τον ίδιο και καλύτερο τρόπο να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, αν ξαναχρειασθεί. Αρχίσαμε, άλλωστε, να μιλάμε για προ και μετά κορονοϊό εποχή.
Γι’ αυτό και, καλά κάνει η Πολιτεία, που προσπαθεί να θωρακίσει και να βελτιώσει το Ε.Σ.Υ., για ν’ αντέχει στην πίεση, και καλά κάνει η επιστημονική κοινότητα, που μιλά και ενδιαφέρεται, εμπράκτως, για ευπαθείς ομάδες, μεταξύ των οποίων και οι ηλικιωμένοι. Θα πρέπει, όμως, και πολλοί ανάμεσά μας να επανεξετάσουν τη στάση τους απέναντι στον θεσμό της οικογένειας και, προπάντων, στα άτομα της τρίτης ηλικίας, μια που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επηρεάζουν τη λειτουργία πολλών οικογενειών και, κατ’ επέκταση, της κοινωνίας, αλλά και της οικονομίας.
Κάποτε, θυμάμαι, υπήρχε ένας άγραφος ηθικός νόμος, που υποχρέωνε ένα απ’ τα παιδιά κάθε οικογένειας, να αναλαμβάνει, εκ των προτέρων, την ευθύνη να γηροκομήσει τους γονείς του. Ρύθμιζε, γι’ αυτό, τα της ζωής του έτσι ώστε να είναι σε θέση ν’ ανταποκρίνεται σ’ αυτή του την υποχρέωση. Πολλές φορές, μάλιστα, θυσίαζε την αστυφιλία, τις σπουδές και, γενικά, κάθε τι που θα στεκόταν εμπόδιο στην υπόσχεσή του και στο έργο, που θα αναλάμβανε, όταν οι γονείς του θα έμπαιναν στο στάδιο της τρίτης ηλικίας. Γι’ αυτό και τις περισσότερες φορές, μια που τα οικονομικά τους δεν ήταν ανθηρά, έμεναν στο ίδιο σπίτι.
Για τη θυσία τους αυτή υπήρχε και πάλι άγραφος ηθικός νόμος, που όριζε να παίρνει, για αντάλλαγμα, το συγκεκριμένο παιδί τη μερίδα του λέοντος απ’ τα περιουσιακά στοιχεία των γονιών του, πάντα και εφόσον υπήρχαν τέτοια. Θεωρούνταν, μάλιστα, ντροπή και κοινωνικό στίγμα για τα παιδιά, που εγκατέλειπαν τους γονείς τους και κατέληγαν, ειδικά όταν έφευγε ο ένας απ’ τους δύο, στο γηροκομείο. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, οι ηθικοί αυτοί νόμοι ατόνησαν και στη χώρα μας, το "μακριά και αγαπημένα" βρήκε πρόσφορο έδαφος και στην ελληνική κοινωνία και πολλαπλασιάσθηκαν, με τον καιρό, οι οίκοι ευγηρίας. Ωστόσο, το ενδιαφέρον και οι επισκέψεις των παιδιών, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, δε σταμάτησαν.
Σ’ αυτή την κατάσταση μας βρήκε ο κορονοϊός. Ως αιθεροβάμων, λοιπόν, και προνοώντας για το απώτερο, κυρίως, μέλλον, μήπως, λέω, μήπως ήρθε η ώρα, τα ελληνικά νοικοκυριά με τη βοήθεια της πολεοδομίας και των μηχανικών να μεριμνούν, από τούδε και στο εξής, και να σχεδιάζουν έτσι ώστε, για ευνόητους λόγους, δίπλα σε κάθε νέα οικοδομή ή διαμέρισμα, να κτίζεται μια γκαρσονιέρα ή δυαράκι, που να προορίζεται για τους γονείς, όταν αυτοί γεράσουν; Μήπως, έτσι, θα ήμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι για αντιμετώπιση κάθε μελλοντικού ανεπιθύμητου ιού;
Από τον Κώστα Γιαννούλα