Έμπνευση λοιπόν, αυτή που αναζητά εναγώνια, από τους ανθρώπους, που περνάνε σκυμμένοι σε βιβλία, περιοδικά και κείμενα, αναζητώντας ένα θέμα, ενδιαφέρον και ελκυστικό για επεξεργασία. Ένα θέμα, που έντεχνα θα υποφανθούν σ’ αυτό, και οι δικές του σκέψεις, ως προσωπικές αντιλήψεις εμπειρίες και απόψεις, για το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Έλα όμως, που η θεία έμπνευση, που με τόση λαχτάρα την επικαλείσαι, σου κάνει πολλές φορές τη δύσκολη και αρνείται επίμονα να σε επισκεφθεί. Και είναι φυσικό αυτό. Η έμπνευση δεν είναι κάποιος άσος στο μανίκι σου, που τον βγάζεις σε δύσκολη στιγμή. Δεν είναι ένα ατού, φυλαγμένο στην άκρη κι σαν πολύξερο και πολυπράγμον Τζίνι, να το καλείς κι αυτό να σπεύδει προς βοήθειά σου.
Όχι! Η έμπνευση είναι μια Κυρά, δύσκολη και ακατάδεκτη. Κι όσο εσύ την κυνηγάς και την ικετεύεις, τόσο αυτή σε αγνοεί. Κι όμως αυτή η άτιμη, είναι τόσο ελκυστική και δυναμική, που σαν θέλει, σε παίρνει στα φτερά της και σε απογειώνει. Η αίσθηση ότι όποιος την πετύχει, είναι, ότι σε ανεβάζει στα ουράνια. Ναι, αυτό το αίσθημα σου προκαλεί. Δημιουργεί ξαφνικά έναν ενθουσιασμό, διαλύει ξαφνικά κάθε σύννεφο ασάφειας και δυστοκίας, ανοίγει μπουκαπόρτες, απ’ όπου διάφανες λέξεις και διανοήματα σαφή, βαθιές σκέψεις και όμορφες εκφράσεις, τρέχουν κρουνηδόν και με μια άνεση, μπαίνουν σε μια απόλυτη λογική σειρά, πάνω στο χαρτί.
Αυτό το σκίρτημα το πολύ αδιόρατο, αλλά το ποθούμενο από τον γράφοντα, συμβάλλει στη σύλληψη και την καταγραφή, από μια ρέουσα πια γραφίδα, σκέψεων και διαλογισμών. Βέβαια από τη σύλληψη μιας ιδέας, ως την καταγραφή της στο χαρτί ταλανίζει τους μολυβοσπρώχτες. Γράφεις, σβήνεις, προσθέτεις, αφαιρείς. Διαβάζεις μια πρότασή σου και απορείς πώς το έκανες. Αμέσως με μια απορριπτική διάθεση, ανικανοποίητος τσαλακώνεις την κόλλα και την πετάς στο καλάθι. Άντε πάλι απ’ την αρχή. Ξεφυλλίζεις λεξικά, σχετικά δημοσιεύματα, αναμοχλεύεις το παρελθόν, αλλά η δυστοκία παραμένει δυστοκία. Το πόνημά σου δεν προχωρεί.
Στη βιβλιογραφία του μεγάλου Εθνικού Ποιητή μας Αριστοτέλη Βαλαωρίτου, αναφέρεται το εξής: Στις 24 Μαρτίου του 1872, λόγω της «Ηδυεπούς και Ελληνικοτάτης γλώσσης του» του ανετέθη να γράψει και να απαγγείλει ο ίδιος, την Ωδή στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’. Κατά τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντος του στο προαύλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μάλιστα για το ποίημα αυτό, είπε ο Παλαμάς, ότι και μόνον αυτό, θα ήτο δυνατόν να αναδείξει το όνομα του Βαλαωρίτου, τόσον όσον δεν το κατόρθωσαν, όλα τα άλλα του έργα. Όταν λοιπόν ο Ποιητής μας κλείστηκε στο δωμάτιό του για να γράψει την Ωδή, διεπίστωσε πως η κ. Έμπνευση ηρνεί το διαρρήδην, να τον επισκεφθεί. Επί ώρες έγραφε και έσβηνε. Έπιανε τις ιδέες και τις έχανε. Κάποια στιγμή, αφηρημένος και ίσως αποσταμένος, από το κυνήγι της έμπνευσης, κοίταζε αποσβολωμένος την απέναντι πόρτα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο γραφείο του η υπηρεσία του, για να του φέρει τον καφέ. Έτσι όπως τον είδε ατενίζοντα το τίποτα, του είπε απορημένη: «Κύριε, πώς μας θωρρείς ακίνητος»; Και τότε ο Βαλαωρίτης, διαρρήξας το πέπλο της έμπνευσης, δέχτηκε τη Θεία επίνευσή της και χειμαρρώδης άρχισε αυθόρμητα, άρχισε απρόσκοπτα να γράφει το αριστούργημά του: «Πώς μας θωρρείς ακίνητος/ πού τρέχει ο λογισμός σου/ τα φτερωτά σου όνειρα/ γιατί στο μέτωπό σου;...
Βέβαια για ν’ αραδιάσεις, μια λογική διατύπωση στο χαρτί, δεν είναι πάντοτε μια εύκολη δουλειά. Αυτός που γράφει κρίνει πρώτα τον εαυτό του. Έπειτα προσδοκά την επιβεβαίωση των αναγνωστών του. Θα αρέσει, αυτό που έγραψε; Θα το διαβάσουν με προσοχή ή από τις πρώτες αράδες, θα το προσπεράσουν αδιάφοροι; Ο αναγνώστης δεν ξέρει ότι προσπάθησες, κόπιασες, κλείστηκες μέσα, αμφέβαλες ή προβληματίστηκες. Ο αναγνώστης είναι απαιτητικός. Και με το δίκιο του. Δεν είναι διατεθειμένος να χαραμίζει τον χρόνο του, με κοινοτοπίες ανιαρές γραφές. Με το τρένο μοιάζει ο αναγνώστης. Αν του αρέσει το ακολουθεί. Αν όχι πηδά στην πρώτη στάση έξω. Γι’ αυτό όσοι γράφουν, από τους μικρούς κειμενογράφους, ως τους μεγάλους δημιουργούς, επικαλούνται εναγώνια τη Θεία έμπνευση. Τη ρόδα, που θα νικήσει νου και θυμικό, για να γράψει κάτι, που θα αρέσει. Τη Θεία «Έμπνευση».
Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου