Στην τελετή έδωσε το παρών και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, η επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά και ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης.
Εάν επιχειρήσουμε μία αναδρομή στο παρελθόν, θα αναφέρουμε ότι η επίθεση στον χώρο της τράπεζας πραγματοποιήθηκε στις 5 Μαΐου του 2010, κατά τη διάρκεια μίας μεγάλη αντι-μνημονιακής κινητοποίησης στην Αθήνα, λίγο μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου από την τότε κυβέρνηση του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ), με πρωθυπουργό τον Γιώργο Παπανδρέου. Ένα ευρύτερο ρεπερτόριο κινηματικής δράσης άρχισε να αναπτύσσεται εκείνη την περίοδο, με την απεργιακή κινητοποίηση της 5ης Μαΐου στην Αθήνα να καθίσταται ιδιαίτερα μαζική.
Κατά τη διάρκεια αυτής της κινητοποίησης-πορείας, άτομα που παρεισέφρησαν εντός της, προχώρησαν στην πράξη της ρίψης μολότοφ, που θεωρούμε πως εντάσσεται εντός των πλαισίων άρθρωσης ενός πολιτικού λόγου αντι-καπιταλιστικής και πιο συγκεκριμένα, αντι-τραπεζικής χροιάς, στο σημείο όπου αυτός ο λόγος, όχι μόνο επιρρίπτει πολιτικές «ευθύνες», αλλά συγκροτεί εννοιολογικά τις τράπεζες και την «τραπεζοκρατία» (πολιτικο-τραπεζικό σύμπλεγμα), ως συστατικό τμήμα των ελίτ που «ενοχοποιούνται» για την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και τις συνέπειές της. Αυτός ο πολιτικός λόγος αναπαριστά τις τράπεζες με χαρακτηριστικά άρνησης, και δη, φορτισμένης άρνησης.
Είναι σε αυτό το σημείο που η ρίψη μολότοφ λειτουργεί ως μορφή άσκησης βίας, ως ιδιαίτερη ενσάρκωση του πολιτικού λόγου που εκφέρεται, προσδιορίζοντας τους εργαζόμενους που βρίσκονται εντός κτιρίου, ως τραπεζικά «ενεργούμενα», ως απεργοσπάστες που επιλέγοντας να εργαστούν μία ημέρα απεργίας, αποκλίνουν από ό,τι νοείται ως λαϊκό συμφέρον και λαϊκή δράση.
Και το πλέον ανησυχητικό στοιχείο, δίπλα στην άσκηση μίας μισαλλόδοξης-εξτρεμιστικής βίας που δεν διαβλέπει ανθρώπινα-εργατικά υποκείμενα όσο «συμπληρώματα» της τραπεζικής εργοδοσίας, καθαυτό «εχθρούς» του αυθεντικού «λαού», είναι οι φωνές που ακούγονταν και αναπαρήγαν το ίδιο το πλαίσιο της συντελούμενης βίας: «Αφήστε τους να καούν». Ο λόγος ενσκήπτει ως σύλληψη αυτού που δεν αξίζει να ζει.
Το πολιτικό υπόδειγμα «αφήστε τους να καούν», εν ευρεία εννοία, αναπαριστά μία ευρύτερη πολιτικοϊδεολογική αντίληψη περί κρίσης και περί ιστορίας, διαγράφοντας το περίγραμμα, εκείνη τη στιγμή, του απλοϊκού σχήματος «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Φαντασιακά και μη, ο εχθρός έχει όνομα, αναγνωρίζεται σε ένα κτίριο και στο εσωτερικό του, προβάλλοντας και το πλαίσιο του θανάτου. Έχουμε να κάνουμε με μία μισαλλόδοξη βία η οποία, δεν αντλεί απλώς, από τις συνδηλώσεις του κατά τον Εμίλ Πουλά «μισαλλοδοξισμού»,1 αλλά επίσης, προσδίδει περιεχόμενο στην έννοια, κατασκευάζοντας ό,τι χωρίζει τους εκφραστές του λαϊκού πνεύματος από τους πολιτικά, ιδεολογικά, αξιακά, και γι’ αυτό ριζικά, «απέναντι».
Φωνάζοντας «αφήστε τους να καούν», εκφράζεται έντονα, επιθετικά, η πρόσληψη του θανάτου κάποιων που δεν είναι παρά τραπεζικοί υπάλληλοι («όργανα»), ως «εξιλέωση» (θάνατος στην πυρά), αφήνοντας να διαρρεύσει μία αισθητική ενός διαχεόμενου φόβου. Ποιος και ποιοι μπορούν να ακολουθήσουν;
Η δημιουργία του μνημείου στη Marfin, ενέχοντας τη μνήμη μίας περιόδου και των τριών νεκρών, λειτουργώντας ως επί του χώρου τεκμήριο2 της βίας που ασκήθηκε εκείνη την περίοδο, υπενθυμίζει ότι πολιτική πράξη, σημαντική πολιτική πράξη προς τον εαυτό και προς τον άλλον, συνιστά η εναντίωση στη δυνατότητα της αυτολογοκρισίας, για να παραπέμψουμε στον Γάλλο φιλόσοφο Αλαίν Μπαντιού.3 Tο μνημείο ονομάζει τρεις εργαζομένους όπως και τη βία που υπέστησαν.
Το συμβάν της βίας, που επέφερε τον θάνατο τριών εργαζομένων, οφείλει να αποτελέσει συμβάν που τίθεται στο προσκήνιο, που καθίσταται επεξεργάσιμο, με διακύβευμα τη δημιουργία φραγμού και φραγμών προς ό,τι ορίζεται ως κοινωνική-πολιτική νομιμοποίηση της βίαιης δράσης. Σε αυτό το σημείο, η βίαιη δράση στη Marfin νοείται και ως βίαιος θάνατος.
Η βία που χρησιμοποιήθηκε στη Marfin, και ως πρόσημο αναπαραστατικής πολιτικής που επιδιώκει να σημανθεί ως πραγματικότητα, εντάσσεται στην κατηγορία της «συμβολικής βίας», σύμφωνα με την αντίληψη του Taguieff. Έτσι, η «συμβολική βία είναι η έκφραση μιας ιδεολογικής πίστης, της ολικής ένταξης σε ένα σύστημα αναπαραστάσεων και πίστεων που συγκροτούν ιδεολογία».4
Μέσα στο πλέγμα της και «συμβολικής βίας» που έλαβε χώρα, η μνήμη, η ιστορική μνήμη, κινείται και στον αντίποδα της αυτολογοκρισίας για το ζήτημα της Marfin, που ενίοτε εμπίπτει ή σχετίζεται με την ‘αξία’ των νεκρών: ‘Γιατί αυτοί οι νεκροί και όχι οι άλλοι;’ ‘Γιατί ο Τσάκαλης και όχι ο νεκρός μετανάστης;’ Η αυτολογοκρισία δεν ονομάζει την ιστορική λήθη, αλλά την πολιτική, δίπλα στην ‘αξία,’ διαλογής νεκρών και υποθέσεων. Αυτού που χρήζει μνείας. Εντός αυτού του πλαισίου, θα επισημάνουμε ότι με όρους αμηχανίας έως σχετικοποίησης νεκρών, προσέγγισαν την υπόθεση της Marfin και μερίδες της Αριστεράς.
Μιλώ για τη Marfin σημαίνει μαρτυρώ για την ιστορία της βίας, την ιστορία των νεκρών και της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Μαρτυρώ την παρουσία του άλλου και το υπόδειγμά της, σύμφωνα με τον Ricouer, ‘δίκαιης μνήμης.’ Και αυτή η μνήμη είναι ζητούμενο.
Από τον Σίμο Ανδρονίδη
υπ. διδάκτορα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
1 Αναφέρεται στο: Taguieff Andre-Pierre, ‘Ο εξτρεμισμός και τα είδωλά του. Επίκαιρες σκέψεις για τον τζιχαντισμό, την άκρα δεξιά, τον αντισημιτισμό, τον λαϊκισμό και τη συνωμοσιολογία,’ Πρόλογος-Μετάφραση-Επιμέλεια: Πανταζόπουλος Ανδρέας, Εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα, 2017, σελ. 39.
2 Το μνημείο διαμορφώνει ένα αρχείο, οπτικό αρχείο που εγγράφει τα ονόματα, ονόματα που αφηγούνται το τι έλαβε χώρα δραστικά.
3 Βλέπε σχετικά, Badiou Alain, ‘Περιστάσεις 1& 2,’ Μετάφραση: Μιχαήλ Σάββας, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2005.
4 Βλέπε σχετικά, Taguieff Andre-Pierre, ‘Ο εξτρεμισμός και τα είδωλά του. Επίκαιρες σκέψεις για τον τζιχαντισμό, την άκρα δεξιά, τον αντισημιτισμό, τον λαϊκισμό και τη συνωμοσιολογία…ό.π., σελ. 39.