μέσω όλων αυτών των δημιουργημάτων του ανθρώπου που φιλοξενούνται εκεί, με απώτερο στόχο τη δημιουργική μάθηση και την ψυχαγωγία, εκθέτοντας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους τα υλικά στοιχεία της ανθρώπινης δημιουργίας, τέχνης και τεχνικής.
Το μουσείο αποτελεί ένα άτυπο μαθησιακό περιβάλλον για δύο λόγους: Πρώτον, τα εκθέματα και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που οργανώνει ένα μουσείο προβάλλουν την κοινωνική πολυμορφία και δημιουργούν εργαλεία υποστήριξης για την αντιμετώπιση προκαταλήψεων και την εξάλειψη των κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Δεύτερον, το μουσείο είναι ένας χώρος μη τυπικής μάθησης, όπου σχεδιάζονται, οργανώνονται και πραγματοποιούνται εκπαιδευτικές δράσεις με σκοπό τη διασύνδεση της μάθησης με τον πολιτισμό, την ψυχαγωγία, και την έμπνευση, μέσα από την αλληλόδραση με τα μουσειακά εκθέματα.
Στα τέλη του 20ού αιώνα αναγνωρίσθηκε ότι είναι απαραίτητη η μουσειοπαιδαγωγική, ως μία εφαρμοσμένη παιδαγωγική στον χώρο του μουσείου, η οποία δέχεται επιρροές τόσο από την παιδαγωγική επιστήμη όσο και από τις εξελίξεις που συντελούνται στον χώρο του μουσείου. Ο χαρακτήρας της μουσειοπαιδαγωγικής κατέχει καθαρά διδακτικό ρόλο. Αποτελεί συνειδητή παιδαγωγική με βασικό αποδέκτη τις σχολικές ομάδες. Διαβάζοντας τη λέξη μουσειοπαιδαγωγός, καταλαβαίνουμε πως απαρτίζεται από δύο λέξεις: μουσείο + παιδαγωγός. Έτσι, λοιπόν, ο μουσειοπαιδαγωγός είναι ο παιδαγωγός του μουσείου, το άτομο εκείνο που θέτει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα και παράλληλα, πρέπει να διαθέτει και παιδαγωγικά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τη Ζαμπέλ Μουρατιάν, ως εκπαιδευτικό πρόγραμμα ορίζεται «μια οργανωμένη εκπαιδευτική διαδικασία που επιδιώκει την εξοικείωση με το μουσείο, την ανάπτυξη των ικανοτήτων του κοινού και τον εφοδιασμό του με τρόπους για ανεξάρτητη μάθηση». Ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα συναρτάται από τέσσερις άξονες, τη θεματική προσέγγιση, τη σύνδεσή του με το αναλυτικό πρόγραμμα, την προσαρμογή του στις δυνατότητες και τις ανάγκες του παιδιού καθώς και τις δυνατότητες του χώρου. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα μπορούν να εμπεριέχουν είτε επετειακή θεματολογία, παραδείγματος χάρη την Παγκόσμια Ημέρα Μουσείων, τα Χριστούγεννα, είτε μια σταθερή θεματολογία που αφορά στα εκθέματα του υπάρχοντος μουσείου.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ και στα θεματικά μουσεία που υπάρχουν στην Ελλάδα και στον κόσμο, πέρα από τα κοινά μουσεία, όπως για παράδειγμα το Ελληνικό Παιδικό Μουσείο, το Μουσείο Κούκλας, το Μουσείο Πλινθοκεραμοποίας κ.ά. Τα μουσεία, έτσι, πραγματοποιούν εκπαιδευτικά προγράμματα ώστε η επίσκεψη στο μουσείο να γίνεται με βιωματικό και ευχάριστο τρόπο, καθώς τα παιδιά αποκτούν ενδιαφέρον για τα εκθέματα και το περιβάλλον του τούς φαίνεται πιο οικείο. Ακόμη ευαισθητοποιούνται και αναπτύσσονται κοινωνικά καθώς μαθαίνουν να εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, μαθαίνουν να σέβονται και να αγαπούν τον εαυτό τους αλλά και την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας τους και να καλλιεργούν τόσο την κριτική τους σκέψη όσο και τη φαντασία τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο η γνώση παρέχεται με τέτοιον τρόπο ώστε τα παιδιά να την αναζητήσουν χωρίς να είναι μία πομπώδης διαδικασία. Τα παιδιά ξεχνούν αυτόν τον καταιγισμό πληροφοριών που τους προκαλεί σύγχυση και μεταβαίνουν σε μία "πορεία" έρευνας ανακάλυψης, μάθησης και ψυχαγωγίας.
Ένα καλά οργανωμένο πρόγραμμα προϋποθέτει τόσο χώρο, χρόνο, στόχο–σκοπό, αντικείμενο όσο και μεθόδους διεξαγωγής των δραστηριοτήτων του προγράμματος και εποπτικά μέσα, με τα οποία θα υλοποιηθεί το πρόγραμμα (π.χ. αφήγηση, μαιευτική μέθοδος, παιχνίδι ρόλων, δραματοποίηση κ.λπ.). Την επιμέλεια οργάνωσης και υλοποίησης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων σ’ ένα μουσείο αναλαμβάνουν οι μουσειοπαιδαγωγοί, οι οποίοι είτε είναι σχετικοί με εκπαιδευτικά ζητήματα, είτε σχετικοί με μουσειακά ζητήματα. Επίσης, μουσειοπαιδαγωγός μπορεί να είναι και ο ιστορικός Τέχνης με την ιδιότητα του ξεναγού. Ακόμα και ένας εκπαιδευτικός μπορεί να γίνει μουσειοπαιδαγωγός, έχοντας λάβει τις απαιτούμενες γνώσεις και εμπειρίες σχετικές με τη μουσειακή εκπαίδευση. Σε κάθε περίπτωση, φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει άριστη συννενόηση και συνεργασία του προσωπικού του μουσείου με τον εκπαιδευτικό της τάξης των μαθητών-επισκεπτών.
Μέσα στο μουσείο ενεργοποιούνται οι διανοητικές δυνάμεις των μαθητών, οι καλλιτεχνικές και οι κινητικές τους δεξιότητες και προωθείται η επικοινωνία μεταξύ τους, καθώς καλούνται να συνδιαλεχθούν, να συνεργαστούν και να εργασθούν με βιωματικό τρόπο μάθησης.
Τέλος, λοιπόν, οφείλει να σημειωθεί ότι η μουσειοπαιδαγωγική λειτουργεί επιπρόσθετα στο μουσείο και όχι ως μία αυτόνομη λειτουργία, διότι τα μουσεία δεν έχουν σκοπό να αντικαταστήσουν τα σχολεία ούτε τον τρόπο εκμάθησης. Η διαφορά μεταξύ του σχολείου και του μουσείου είναι ότι το σχολείο διαθέτει την παρουσία του εκπαιδευτικού και όχι τα μέσα και τις υποδομές ώστε να παρέχει στους μαθητές μια βιωματική και εμπειρική γνώση. Παίζουν σημαντικό ρόλο στην αγωγή και στην εκπαίδευση. Η επιτυχία της μουσειακής εκπαιδευτικής πράξης έγκειται στην εμπλοκή των επισκεπτών στην διαδικασία αυτή. Θα ήταν καλό, συνεπώς, μετά από την ανασκόπηση των ωφελειών που παρέχει ένα μουσείο να ανοιχθούν τα μουσεία ακόμη περισσότερο προς το κοινό, χωρίς όμως το άνοιγμα αυτό να εκπέσει ποιοτικά. Μια ιδέα, για παράδειγμα, θα αποτελούσε η δημιουργία ενός Παιδικού Μουσείου στην πόλη της Λάρισας!
Της Αθηνάς – Χριστίνας Κεκελέκη, φοιτήτριας του Παιδαγωγικού Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Θεσσαλίας