ξεχυθήκαμε στους δρόμους, στις πλατείες, στα πάρκα ακόμα και στα χωράφια λίγο παραέξω, να «πιάσουμε» τον Μάη, έστω μεταχρονολογημένα, να μαζέψουμε αγριολούλουδα και πρασινάδα, να πλέξουμε στεφάνια, έτσι για το καλό, να τα κρεμάσουμε στην εξώπορτα, όπως κάνουμε κάθε χρόνο. Να δούμε και να χαιρετίσουμε φίλους και γνωστούς έστω με τα μάτια και το στόμα και από απόσταση παρακαλώ, αφού ο φόβος και ο πανικός, αυτόν τον καιρό της πανδημίας μάς έχουν κυριέψει, ανεξαρτήτως αν κάποιοι που παριστάνουν τους άτρωτους, περιφρονούν, αμφισβητούν και ειρωνεύονται τους ειδικούς αλλά και όλους εμάς που εφαρμόζουμε πιστά τις υποδείξεις τους.
Εν πάση περιπτώσει εμείς οι νομιμόφρονες πολίτες βγήκαμε τις πρώτες μέρες της άρσης των μέτρων και τραβήξαμε ίσα... παραποταμίως, περπατήσαμε στους διαδρόμους κάτω από τις πανύψηλες λεύκες και δίπλα στις λυγαριές, ανεβοκατεβήκαμε σκάλες και μπήκαμε στη λεγόμενη «Λεωφόρο της Υγείας». Βλέποντας με τα πρώτα βήματα τις ανθισμένες ακακίες, αν και όχι στο φόρτε της ανθοφορίας τους, με εκείνα τα κάτασπρα και μυρωδάτα άνθη τους να κρέμονται - όπως τα τσαμπιά των σταφυλιών - απ' τα αγκαθωτά κλωνάρια τους, επιστρέψαμε νοερά στα ξένοιαστα παιδικά μας χρόνια, τότε που παίζοντας με τους φίλους, φτάναμε μέχρι το κτήμα του Αβέρωφ κι εκεί στον φράχτη του, μασώντας τα, ρουφούσαμε τη γλύκα από τα άνθη των ακακιών, ενώ γύρω οι θυμωμένες μέλισσες μας απειλούσαν επειδή τρώγαμε το ψωμί τους... Τι όμορφες νυφούλες είναι αυτές, έτσι καθώς λάμπουν στο ανοιξιάτικο πρωινό με το εξαίσιο φως, ενώ το μελισσολόι γύρω σου βουίζει πηδώντας από το ένα άνθος στο άλλο και ρουφώντας ασταμάτητα την πρωινή δροσάτη γλύκα! Κάπου στο μέσο της διαδρομής, αυτές οι νυφούλες αλλάζουν το νυφικό τους και ντύνονται στα ροζ, ενώ το άρωμά τους σε ξετρελαίνει. Στο τέλος της «Λεωφόρου», καθίσαμε σ' ένα παγκάκι για να συμμαζέψουμε την ομορφιά και να την κλείσουμε, εκεί όπου φυλάσσονται κάθε φορά οι μεγάλες συγκινήσεις από τις ανυπέρβλητες αυτές ομορφιές της φύσης που βιώνουμε.
Με το επιστημονικό όνομα Ροβίνια ή ψευδοακακία, η ακακία αυτή ήλθε από την Ιταλία (Τοσκάνη) στην πατρίδα μας τον 18ο αιώνα για να στολίσει τις αυλές μας, τους κήπους μας, τα περιβόλια μας, τους δρόμους μας και να μας χαρίσει με τα πλούσια σε νέκταρ άνθη της, ίσως το διασημότερο μέλι σε όλον τον κόσμο, αφού είναι ένα από τα πρώτα μελισσοκομικά φυτά στην Ευρώπη. Η ΔΕΗ εκμεταλλευόμενη τις αρετές της ακακίας, προγραμματίζει τη φύτευση ακακιών στις λιγνιτικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας δημιουργώντας ένα δάσος 16.000 στρεμμάτων κι αργότερα άλλων 5.000 στρεμμάτων, το οποίο θα δοθεί στους μελισσοκόμους της περιοχής για τα επόμενα χρόνια (Διαδίκτυο).
Ένα άλλο είδος είναι κι αυτή, η λεγόμενη Κωνσταντινουπόλεως, με καταγωγή από την Ανατολική Ασία, που δεν ανήκει στο γένος των ακακιών αλλά στο γένος Αλβιζία με τα ροζ μεταξένια άνθη της και με τα γυρτά κλαδιά της να μοιάζει με μια ομπρέλα ανοιχτή και πολύχρωμη.
Επιστρέφοντας, «κλέψαμε» δύο με τρία άνθη ακακίας, έτσι για να ικανοποιηθεί η εσωτερική ανάγκη μας να «αγγίξουμε» λίγο καθυστερημένα την άνοιξη που σιγά σιγά μας αποχαιρετά, πριν ο άστοργος θεσσαλικός λίβας, ο πνιγηρός, μας κλείσει πάλι στα σπίτια μας.
Πριν κλείσουμε την ιδιότυπη αυτή ανοιξιάτικη τριλογία, θα χρησιμοποιήσουμε για επίλογο κάτι από τη «Συμφωνία του έαρος»: Έξω η κατάχρυση μεσημβρία καίγεται στις φλέβες των τζιτζικιών/Καλοί μου άνθρωποι/πώς μπορείτε να σκύβετε/και να μη χαμογελάτε; Ανοίξτε τα παράθυρα (Γιάννης Ρίτσος).
Από τον Τάσο Πουλτσάκη