Θεωρώ, επίσης, ότι η αξιολόγηση, όσο αντικειμενική κι αν είναι, δεν αρκεί, από μόνη της, για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, αν δε συνοδεύεται, παράλληλα, απ’ τη βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής του σχολείου και απ’ την υποστήριξη του έργου των εκπαιδευτικών με συνεχή επιμόρφωση, ικανοποίηση οικονομικών και άλλων αιτημάτων τους.
Επί πλέον, είμαι της άποψης, όπως τόνισε σε άρθρο του, πριν λίγες μέρες, και ο συνάδελφος κ. Βασίλης Πλατής, ότι η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου είναι, ιδιαιτέρως, σύνθετη υπόθεση και δεν αρκούν τα τυπικά προσόντα, για να αποδείξουν την αξιοσύνη του αξιολογουμένου ως δασκάλου και στελέχους της εκπαίδευσης. Παίζουν, βέβαια, και αυτά τον ρόλο τους, αλλά το εύρος των κριτηρίων αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο.
Τι ισχύει σήμερα; Γίνεται αποτίμηση συγκεκριμένων μετρήσιμων τυπικών προσόντων, μόνο, όσων εκπαιδευτικών επιθυμούν να γίνουν στελέχη της εκπαίδευσης. Ποιοι την κάνουν, π.χ., στην περίπτωση επιλογής Διευθυντών; Διορισμένο πενταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχει και ο αιρετός εκπρόσωπος των εργαζομένων. Αυτοί οι πέντε μελετούν τον ατομικό φάκελο και τις επιθυμίες των υποψηφίων, αθροίζουν τα μόρια, που προκύπτουν απ’ τον έλεγχο των τυπικών τους προσόντων, και, επί πλέον, παίρνουν συνέντευξη απ’ τους υποψηφίους και τους βαθμολογούν, αναλόγως.
Αυτή η τελευταία, όμως, παρότι αξιοποιείται με επιτυχία στον ιδιωτικό τομέα, λειτουργεί στον δημόσιο σαν λάστιχο και σαν εργαλείο, προκειμένου οι μικροδιαφορές στο άθροισμα των μορίων, να ανατρέπονται υπέρ των αρεστών, κάθε φορά. Ως εκ τούτου το όργανο και η διαδικασία επιλογής στελεχών, δεκαετίες τώρα, πάσχουν και πρέπει να βρεθεί τρόπος, για ν’ αλλάξουν, προκειμένου να επιλέγονται οι καλύτεροι, κάθε φορά, είτε για να γίνουν Διευθυντές ή Προϊστάμενοι ή Σχολικοί Σύμβουλοι.
Χρειάζεται, ακόμη, να καθιερωθεί, επί πλέον, η αξιολόγηση και η αποτίμηση του έργου όλων των εκπαιδευτικών στον χώρο εργασίας τους, μια που δεν στέκει, οι καθηγητές τουλάχιστον, να αξιολογούν και να κρίνεται το μέλλον των μαθητών τους απ’ τη βαθμολογία τους, ενώ οι ίδιοι να βρίσκονται στο απυρόβλητο. Ποιοι θα αξιολογούν; Σε πρώτη φάση, οι υπάρχοντες Διευθυντές και οι Σχολικοί Σύμβουλοι, αρχής γενομένης από όσους εκπαιδευτικούς δηλώσουν ότι επιθυμούν να γίνουν στελέχη της εκπαίδευσης, προκειμένου να υπάρξει μια πρώτη βάση δεδομένων, η οποία μαζί με τα τυπικά προσόντα και τη συνέντευξη, ενδεχομένως, θα βοηθήσουν στην επιλογή των καλυτέρων στελεχών.
Επειδή, λοιπόν, έχει, ήδη, δοθεί για διαβούλευση πολυνομοσχέδιο, που αφορά στην Παιδεία, και δρομολογείται, παράλληλα, η σύνταξη, εντός του 2020, Προεδρικού διατάγματος για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Επειδή, ακόμη, οι εκπαιδευτικοί και η συνδικαλιστική τους ηγεσία στρέφονται, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, κατά της αξιολόγησης του έργου τους, είτε γιατί φοβούνται απολύσεις και μια νέα, ενδεχομένως, πλατεία Κλαυθμώνος, είτε αδικίες από πιθανή σύνδεση αμοιβής και παραγωγικότητας, επιβάλλεται να υπάρξει ξεκάθαρη πολιτική δέσμευση, ότι κάτι τέτοιο αποκλείεται να συμβεί, και ότι η αξιολόγηση θα χρησιμοποιείται μόνο, για να ενισχύονται οι εκπαιδευτικοί στο έργο τους και να επιλέγονται για στελέχη οι πιο άξιοι.
Επειδή, ακόμη, η Παιδεία δεν είναι υπόθεση ενός κόμματος, αλλά εθνική, επειδή οι απανωτές αλλαγές και τα "ράβε ξήλωνε", έχουν κουράσει και καταντήσει την εκπαίδευση ένα νέο γεφύρι της Άρτας, ενώ η πανδημία του κορονοϊού μάς έχει αποσυντονίσει όλους, καλό είναι, παρότι θεωρώ τις ιδεοληψίες ορισμένων την κύρια αιτία του κακού, να ψηφισθούν, σύντομα, εκείνες οι διατάξεις του νομοσχεδίου, που εξασφαλίζουν ολική ή μερική συναίνεση. Για όλες τις άλλες να δοθεί για διαβούλευση περισσότερος χρόνος, προκειμένου να ολοκληρωθεί η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου, λίγο αργότερα, προκειμένου να πέσουν οι μάσκες ορισμένων. Η συνταγή, άλλωστε, του "όλα ή τίποτα" καταλήγει, πολλές φορές, στο τίποτα.
Μόνο, έτσι, πιστεύω, μπορούν να στεριώσουν οι αλλαγές και να μην έχουμε, και πάλι, μία απ’ τα ίδια.
Από τον Κώστα Γιαννούλα