οι Έλληνες. Το αιώνιο ακατάλυτο πνεύμα που ούτε συλλαμβάνεται, ούτε υποτάσσεται, ούτε και αποθνήσκει’’. Το κύριο πρόβλημα σ' αυτόν τον τόπο υπήρξε διαχρονικό, και λεγόταν μόνιμη διαφωνία, δυσκολία κοινής αντιμετώπισης του προβλήματος, αλλά και έλλειψη ουσιώδους πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης στα σημαντικά.
Η πρωτοφανούς έκτασης πανδημία κατέδειξε αυτό που ευχόμασταν χρόνια τώρα. Να συμβεί κάτι, μήπως και αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας, τη νοοτροπία μας και ένα μέρος της κακής μας κουλτούρας. Ήρθε συνεπώς σαν ευκαιρία, για να αναθεωρήσουμε ως πολίτες, ως κοινωνία πολλά πράγματα. Σαν μία ευκαιρία, για να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε σύσσωμοι και αλληλέγγυοι τα σοβαρά προβλήματα. Σαν μία ευκαιρία, για να μάθουμε να ακούμε και μετά να πράττουμε. Σαν μία ευκαιρία, για να μάθουμε να πειθαρχούμε στους κανόνες. Σαν μία ευκαιρία, για να μάθουμε να σεβόμαστε τον συνάνθρωπο. Σαν μία ευκαιρία, προκειμένου τα κρεβάτια στις ΜΕΘ να αυξηθούν κατά 80% και το ΕΣΥ να ενισχυθεί με 3.800 γιατρούς και νοσηλευτές. Σαν μία ευκαιρία, για μεγαλύτερη επάρκεια τόσο σε υλικά ατομικής προστασίας, όσο και γενικότερα σε υγειονομικό υλικό. Σαν μία ευκαιρία, για να αποδείξουμε σε έναν ολόκληρο πλανήτη ότι αν θέλουμε τελικά, δεν ισχύει η ρήση που λέει, ‘’ Ω πνεύμα ελληνικό και διαχρονικά απείθαρχο...’’.
Δεν είναι λίγα τα μεγάλα ειδησεογραφικά μέσα ανά τον κόσμο, που αναφέρονται με τα πλέον επαινετικά λόγια για την Ελλάδα. Η χώρα που είχε χαρακτηριστεί από τους Ευρωπαίους εταίρους της, ως το «προβληματικό παιδί» στη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, δίνει τώρα το παράδειγμα σε όλο τον κόσμο. Όπως αναφέρει το Bloomberg χαρακτηριστικά, ‘’Την ώρα που ο κορονοϊός έχει φέρει στην επιφάνεια πολλές περιπτώσεις ανεπαρκούς ηγεσίας και κυβερνησιμότητας, η Ελλάδα αποτελεί μια αξιοσημείωτη και ενδεχομένως αναπάντεχη εξαίρεση’’.
Και όμως, δεν μας χαρακτηρίζει άδικα ως μία αναπάντεχη εξαίρεση, αφού μόνοι μας προκαλέσαμε την έλλειψη εμπιστοσύνης επί δεκαετίες, τόσο με τη συμπεριφορά, όσο και με τις πράξεις μας. Υπάρχουν δύο ειδών πολιτικοί ηγέτες. Αυτοί που προκαλούν τις πετυχημένες πολιτικές εμπνέοντας τους πολίτες, και εκείνοι που εμποδίζουν την πρόοδο, λαϊκίζοντας και ικανοποιώντας κομματικά ακροατήρια. Στην Ελλάδα επί δεκαετίες, η δεύτερη κατηγορία ήταν δυστυχώς κυρίαρχη, και αυτό αποδεικνύει γιατί βρεθήκαμε τα τελευταία δέκα χρόνια σε παρακμή. Αλλά και ως πολίτες, κάναμε τραγικά λάθη. Όλοι τα γνωρίζαμε όλα, οι περισσότεροι αισθανόμασταν ικανοί για τα πάντα, ενώ δύσκολα πειθαρχούσαμε, μέσω μίας κακής ‘’επαρχιώτικης’’ νοοτροπίας που έλεγε, ‘’Έλα μωρέ, εγώ μόνο ξέρω το καλό μου. Ωχ αδερφέ είσαι υπερβολικός. Θα κάνω αυτό που εγώ θέλω. Μα αφού το κάνουν όλοι έτσι. Εδώ είναι Ελλάδα και έτσι μας αρέσει’’.
Κι όμως σε αυτό το δίμηνο ο ίδιος λαός κατέδειξε μία άλλη ωριμότητα. Σαν κάτι να συνέβαλε σ' αυτό. Ήταν ο φόβος, ήταν ένα θέμα παγκόσμιων υγειονομικών διαστάσεων, ήταν ο ηγέτης που τους ενέπνευσε; Ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταγράψει την αλήθεια. Οι Έλληνες πειθάρχησαν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, υπό την καθοδήγηση αδιαμφισβήτητα ενός πολιτικού ηγέτη, που είπε το αυτονόητο με παρρησία. ‘’Ακούω τους ειδικούς και αποφασίζω’’. Ο Φρανσουά Μιτεράν είχε αναφέρει κάποτε ότι ‘’Το δύσκολο δεν είναι να βρεθούν οι 200 άνθρωποι που θα κυβερνήσουν αποτελεσματικά έναν τόπο, αλλά να βρεθεί ο ηγέτης που θα τους εμπνεύσει.‘’
Τα μέτρα στην Ελλάδα ελήφθησαν έγκαιρα, εφαρμόστηκαν αποτελεσματικά και το κυριότερο, οι πολίτες έπραξαν το χρέος τους. Το υψηλό αίσθημα υπευθυνότητας και συλλογικής ωριμότητας, που επέδειξε από τη μία ο κρατικός μηχανισμός και από την άλλη οι πολίτες, οι οποίοι ακολούθησαν τις υποδείξεις των ειδικών και με καρτερία ανταποκρίθηκαν στο «Μένουμε Σπίτι», εκτιμώ ότι ήταν ο πλέον αποφασιστικός παράγων, που συνέβαλε στο να κρατηθούν τα επίπεδα του ιού σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Κύρια επιδίωξη αυτής της περιπέτειας, πρέπει να αποτελεί η διαφύλαξη της ξεχωριστής θέσης παγκοσμίως, που έχει κατακτήσει η χώρα μας. Να γίνει το εφαλτήριο για την αλλαγή σκέψης στον τρόπο αντιμετώπισης των κρίσεων στο μέλλον. Άλλωστε, αποτελεί κοινή πεποίθηση πλέον, ότι στους δύο μήνες που πέρασαν από τη στιγμή που το πρώτο κρούσμα έκανε την εμφάνισή του στην Ελλάδα, η στερεότυπη αντίληψη που επικρατούσε στο εξωτερικό για τους «απείθαρχους» Έλληνες, άλλαξε άρδην.
Οι Έλληνες απέδειξαν ότι το ρήμα «παιδεύω» έχει πράγματι δύο ερμηνείες. Σημαίνει και «εκπαιδεύω» αλλά και «βασανίζω». Εύχομαι να βασανιστήκαμε αρκετά αυτό το δίμηνο, για να εκπαιδευτούμε και το κυριότερο, για να μάθουμε. Θυμάμαι μία συνέντευξη της σπουδαίας Ελληνίδας και ακαδημαϊκού, της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ. Είχε πει για την κρίση στην Ελλάδα πριν χρόνια «Ο Θεός της Ελλάδας δεν βαρέθηκε την Ελλάδα. Ίσως βαρέθηκε τους Έλληνες». Και συνεχίζει η δημοσιογράφος, ‘’ Μα καλά, άλλο η Ελλάδα άλλο οι ‘Έλληνες; Και απαντάει εκείνη «Για τον Θεό, ναι».
*Από τον Βάσο Π. Καραμπίλια
* Ο Βάσος Π. Καραμπίλιας είναι δικηγόρος Αθηνών, μέλος του Μητρώου στελεχών της Ν.Δ., επιστημονικός συνεργάτης στη Βουλή των Ελλήνων