Μυροφόρων γυναικών, που τολμήσανε να προσφέρουν τις νεκρικές κατ’ άνθρωπον τιμές στο νεκρό Σώμα του Χριστού.
Ήταν αυτή η ενέργειά τους, μία άκρως τολμηρή ενέργεια, που εγκυμονούσε κινδύνους. Διότι ο Μεγάλος Κατάδικος δεν ήταν ένας παραβάτης του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά ένας επαναστάτης, που ανακήρυξε τον εαυτό Του βασιλέα.
Αυτή η κατηγορία, η πολιτική, βάρυνε πολύ στον Πιλάτο. Η θρησκευτική κατηγορία, ότι δηλαδή έκανε τον εαυτό Του Υιό του θεού, δεν τον απασχολούσε πολύ. Τον φόβισε ιδιαιτέρως η απειλή των Ιουδαίων «εάν τούτον απολύσης, ουκ ει φίλος τω Καίσαρι».
Πόσο επικίνδυνη ήταν η ενέργεια του Ιωσήφ καταδεικνύει η έκφραση του Ευαγγελιστή Μάρκου: «Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής… τόλμησας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το Σώμα του Ιησού».
Ήταν τόλμημα να ανεβεί ο ευσχήμων (= σεβαστός) βουλευτής Ιωσήφ στο Πραιτώριο και να ζητήσει να θάψει μαζί με τον Νικόδημο το σώμα ενός πολιτικού καταδίκου.
Το μέγεθος του τολμήματός των γίνεται κατανοητό, αν σκεφθούμε πόσο βαριά ατμόσφαιρα απλωνόταν στον κύκλο των ανθρώπων του Χριστού. Αφού και αυτός ακόμη ο θερμόαιμος Πέτρος, που με ενθουσιασμό είχε υποσχεθεί στον Θεάνθρωπο: «Την ψυχήν μου υπέρ σου θήσω» (Ιω. 13,37), τον αρνήθηκε.
Μόνος ομολογητής της θεότητος του Χριστού υπήρξε ο Ρωμαίος αξιωματικός, ο εκατόνταρχος. Έντρομος, μετά τον σεισμό και τα λοιπά θαυμαστά γεγονότα, αναφώνησε: «αληθώς Θεού Υιός ήν ο άνθρωπος ούτος» (Μτθ. 27,55).
Ο Ιωσήφ λοιπόν και ο Νικόδημος διέσωσαν την τιμή του ανθρωπίνου γένους. Εμφάνισαν τόλμη και θάρρος, που δεν έδειξαν ούτε αυτοί οι Μαθητές του Χριστού. Κατέβασαν από τον Σταυρό το πανάχραντο Σώμα Του, το αρωμάτισαν κατά το έθιμο της εποχής, το τύλιξαν σε καθαρό σεντόνι και τον ενταφίασαν στον καινούριο λαξευτό Τάφο του Ιωσήφ. Παρούσες ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή.
Μέσα σε αυτό το βαρύ κλίμα κύλισαν οι υπόλοιπες ώρες της Μεγάλης Παρασκευής (από τις 3 το απόγευμα μέχρι τη δύση του ηλίου, που άρχιζε η επόμενη ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου).
Αλλά και οι ώρες του Μεγάλου Σαββάτου (ως τη δύση του ηλίου). Το Μ. Σάββατο μετά τη δύση του ηλίου πέντε Μυροφόρες γυναίκες άρχισαν τις ετοιμασίες για να πάνε να ράνουν με αρώματα και μύρα τον Τάφο του Ζωοδότη. Κίνησαν για το έργο αυτό, «λίαν πρωΐ της μιάς σαββάτων» (της Κυριακής). Παρότι ανήκουν στο γυναικείο φύλο, το λεγόμενο ασθενές, έδειξαν σθένος και ηρωισμό θαυμαστό. Η αγάπη και η αφοσίωσή τους στον Σωτήρα τις οδήγησε να αψηφήσουν κάθε φόβο και δισταγμό. Γι’ αυτό και ανταμείφθηκαν με το να πληροφορηθούν πρώτες την Ανάσταση και να την κηρύξουν στους Μαθητές. Έγιναν ευαγγελίστριες των Αποστόλων.
Το θαρραλέο και άκρως συγκινητικό και διδακτικό τόλμημα του Ιωσήφ και του Νικοδήμου καθώς και τον Μυροφόρων γυναικών εξαίρεται και υμνείται επαξίως από τους εκκλησιαστικούς υμνωδούς στα γλυκύτατά τους τροπάρια. Ιδίως δε στα Εγκώμια του Επιταφίου που αγγίζουν βαθιές ψυχές των πιστών.
Είθε το σθεναρό παράδειγμά τους να αποτελεί φάρο οδηγητικό για όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς, στην ισοπεδωτική των πάντων εποχή που ζούμε. Στην εποχή, την οποία η ηρωική και αγωνιστική μορφή της Εκκλησίας μας, ο μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος ονόμαζε καμπίσια. Γιατί κυριαρχεί η πεζότητα, η απιστία και η διαφθορά. Είναι εποχή του «κάμπου» και όχι ανωτέρας ζωής την οποία συμβολίζουν οι βουνοκορφές κατά τον ποιητή Κ. Κρυστάλλη. Χαρακτηριστικός είναι ο στίχος του, που κοσμεί την προτομή του στο πάρκο Αλκαζάρ: «Παρακαλώ σε, σταυραετέ, για χαμηλώσου ολίγο/ και δος μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου/ πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος».