Αν είσαι με άλλους παρέα, θα ζαλίζεις τα αυτιά τους, αν είσαι μόνος, θα παίζεις με τον αντίλαλο. Ή στη χειρότερη περίπτωση θα ασκείς τη «θεραπευτική» τεχνική της άδειας καρέκλας των ψυχολόγων. Θα καθίζεις δηλαδή τον εαυτό σου απέναντι και θα τον ρωτάς. Μη στεναχωριέσαι, μ’ αυτήν τη βλακεία μπορείς να περνάς την ώρα σου, μη την αδικείς. Να τρομάξεις μόνο, όταν ακούσεις την άδεια καρέκλα να σου απαντά.
Όταν σε αφήσουν μόνο για ώρες ή μέρες σε μια παραλία, είναι σίγουρο ότι στο τέλος θα πετάς βότσαλα στη θάλασσα, θα μαλώνεις με τα κύματα ή θα σκάβεις στην άμμο. Ούτε αυτό είναι πρόβλημα, ο χρόνος περνά πιο εύκολα έτσι, θα πρέπει μόνο ν’ ανησυχείς όταν τα κάστρα που θα χτίζεις θα ορκίζεσαι κιόλας ότι δεν θα τα γκρεμίσει το κύμα κι όταν θα μετράς τους κόκκους της άμμου. Τότε βάλε μια κραυγή, κάποιος πρέπει να έρθει να σε σώσει, δεν έχεις περιθώρια.
Τώρα να πούμε και καμιά αλήθεια. Ούτε σε σπηλιά μας βάλανε, ούτε σε παραλία μόνους κι έρμους μας αφήσανε. Με το Netflix αγκαλιά και τα πατατάκια στο χέρι, με το ντελίβερι να χτυπά το κουδούνι για να μας ταΐσει και με το κρασί παλαίωσης στο κατάλληλο ποτήρι η σπηλιά μού φαίνεται παλατάκι και η παραλία μπιτσόμπαρο της Μυκόνου.
Είναι πρωτόγνωρη η συνθήκη; Ασφαλώς και είναι. Είναι ψυχοφθόρα η όλη κατάσταση; Μα ναι, πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Ζούμε ακόμη μια κρίση, η οποία όμως ξεκινά απ’ την κουζίνα του σπιτιού μας και φτάνει να σκεπάζει ολόκληρο τον πλανήτη ενώνοντας με την πιο μεγάλη γέφυρα τον ένα με τους πολλούς, το άτομο με την παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα; Έτσι ακριβώς είναι. Διαπερνά αυτή η κρίση όλους τους θεσμούς της κοινωνίας και όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής; Φυσικά κι αυτό αλήθεια είναι.
Δεν είναι αστεία, λοιπόν, τα πράγματα. Πώς θα ήταν δυνατό, όταν αντιμετωπίζουμε κάτι τόσο μεταδοτικό, επικίνδυνο και θανατηφόρο σε μαζικό επίπεδο, αλλά δεν είναι πόλεμος. Στον πόλεμο κρατούν όπλα κι όχι τηλεκοντρόλ, ζουν σε υπόγεια κι όχι σε (έστω υποθηκευμένες) μεζονέτες, γράφουν τις τελευταίες σκέψεις τους κι όχι άρθρα σε εφημερίδες, τρέχουν να κρυφτούν από τις βόμβες κι όχι για να γυμναστούν, ακόμη κι αυτοί που έχουν να το κάνουν από το Δημοτικό. Με την υπερβολή της εξομοίωσης αδικούμε όσους πολέμησαν είτε έζησαν είτε πέθαναν στη μάχη. Μερικοί από αυτούς είναι πατεράδες και παππούδες μας, οι περισσότεροι «παίζουν» ακόμα συχνά-πυκνά στα εκπληκτικά ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρκεί βεβαίως να πάρεις επιτέλους τα μάτια σου από τα ξαναζεσταμένα φαγητά του Μάστερ Σεφ. Τρία καρέ να δεις αρκούν. Έχει καμία σχέση αυτό που βλέπεις μ’ αυτό που ζεις; Αν ξαναέγραφε ο Σοφοκλής τραγωδίες θα έβαζε την ύβρη να σε αποτελειώσει, αφού δεν το κατάφερε τη σκουπιδοτροφή στον καναπέ.
Με το προφανές όμως να έχει διαταραχθεί η κανονικότητά μας, η ασφάλεια, η ρουτίνα και η κοινωνική μας ζωή, αυτό που απαιτεί η εποχή είναι η εκδήλωση μιας συμπεριφοράς που οι ειδικοί ταυτίζουν με την ίδια τη νοημοσύνη, την ευφυΐα. Αυτή της προσαρμοστικότητας...
Πράγματι αυτό ήταν το ένα και μοναδικό εφόδιο που κουβαλούσε στο ταγάρι του ο άνθρωπος, κατά τη διάρκεια των εκατοντάδων χιλιάδων χρόνων εξέλιξής του, κι αυτό τον έφερε ως εδώ. Ε, αυτό θα κάνει και τώρα γιατί είναι καταδικασμένος να επιβιώσει. Θα προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και θα τα καταφέρει.
Θα βγει αλλαγμένος όμως; Σιγά μην το κάνει. Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, τον Α΄ Παγκόσμιο, που θέρισε πάνω από 66 εκατομμύρια νεκρούς σε μόλις 19 χρόνια, έζησε την πιο μεγάλη ως τώρα τραγική περιπέτειά του, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και θα αλλάξει τώρα; Την υποτιθέμενη παιδευτική δύναμη της ιστορίας την ακούγαμε κάθε τρεις και λίγο από τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη διδάσκουμε στα σχολεία παραμυθιάζοντας τα παιδιά, που ευτυχώς δεν μας διαβάζουν εδώ, αλλά για να είμαστε ειλικρινείς δεν τη βλέπουμε πουθενά. Από πού προκύπτει ότι θα συμβεί τώρα με την απείρως υποδεέστερη σύγχρονη τρικυμία;
Λογικά σκέφτεται, βέβαια, ο άνθρωπος ότι θα αλλάξει, η λειτουργία αυτή λέγεται wishfulthinking (με το συμπάθιο το αγγλικό, αλλά από κει μας έρχονται όλα), σκέψη του ευσεβούς πόθου θα μπορούσαμε να πούμε, και έχει σχέση μ’ αυτό που επιθυμούμε ενώ ζούμε το αντίθετό του, αλλά δεν έχει καθόλου ρεαλισμό μέσα της. Μόλις απαλλαχτούμε απ’ τις συνθήκες που μας αναγκάζουν να ελπίζουμε, να προσδοκάμε ένα καλύτερο μέλλον (αφού το παρόν μάς περιορίζει) επιστρέφουμε σαν ελατήριο που γυρνά στη φάση ηρεμίας του. Ελάχιστοι είναι αυτοί που θα χρησιμοποιήσουν τη νέα, έστω κι αρνητική, εμπειρία για να πάνε ένα βήμα μπροστά. Αυτοί που θα τσιμεντώσουν όσα διδάχτηκαν τώρα για να χτίσουν έναν όροφο ακόμη στην κάθετη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους που σταδιακά θα χαρίσει μια καλύτερη προοπτική στη ματιά τους, μια βελτιωμένη κοσμοθεωρία, μια αναθεωρημένη, κατά το δυνατό, συμπεριφορά.
Οι υπόλοιποι θα μένουμε σπίτι ακόμη και με τη λήξη των μέτρων.
Από τον Δημήτρη Παπαχατζόπουλο