Διακρίνεται σε λειτουργική και ατομική, οπότε είναι δυνατή είτε μέσα σε ναούς, είτε στα σπίτια μας, είτε οπουδήποτε αλλού, μια που ο Θεός μας είναι πανταχού παρών και πληροί τα πάντα.
Παρότι η αξία της, εφόσον εκτελείται, συνειδητά και όχι τυπικά και μηχανικά, είναι εξ ίσου σημαντική, σ’ όποιο μέρος κι αν αυτή πραγματοποιείται, ωστόσο, για τους πολλούς χριστιανούς, η προσευχή έχει ταυτισθεί με τους ναούς και με τη θεία λειτουργία. Αυτό, γιατί είναι διάχυτη η πεποίθηση, ότι μέσα στους ναούς και με τη βοήθεια του τελετουργικού, των ιερών εικόνων και της ψαλμωδίας, εξασφαλίζονται, ευκολότερα, συνθήκες, που οδηγούν σε αυτοσυγκέντρωση, απαραίτητη για την επικοινωνία μας με το Θεό.
Εμφανίστηκε, όμως, η πανδημία του κορονοϊού και κλείδωσαν, επί μακρόν, οι πόρτες των εκκλησιών, με αποτέλεσμα η λειτουργική προσευχή να έχει μπει και αυτή σε καραντίνα προς μεγάλη θλίψη και απόγνωση πολλών πιστών, με μόνη παρηγοριά τη ραδιοτηλεοπτική κάλυψη και προβολή ιερών ακολουθιών χωρίς πιστούς. Ως εκ τούτου, απέμειναν, μόνο, οι άλλου τύπου προσευχές και, προπάντων, οι ατομικές.
Αυτές οι τελευταίες μπορούν να πραγματοποιηθούν, είτε με τη βοήθεια έτοιμων προσευχών, που περιλαμβάνονται σε προσευχητάρια της Εκκλησίας, είτε με απλά δικά μας λόγια, αλλά και με σύντομες επαναλαμβανόμενες νοερές, όπως το, "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με", που χρησιμοποιούν, ως επί το πλείστον, οι μοναχοί σε κάθε τους βήμα. Οι πιο πολλοί, πάντως, χριστιανοί, γνωρίζουν, από στήθους, την Κυριακή προσευχή, δηλ. το "Πάτερ ημών….", και το σύμβολο της πίστης μας, δηλ. το "Πιστεύω εις ένα Θεό…", και αυτές χρησιμοποιούν, συνήθως, όταν νιώθουν την ανάγκη να προσευχηθούν κάνοντας, παράλληλα, τον σταυρό τους και συναισθανόμενοι, ότι μιλούν, έτσι, με τον ίδιο το Θεό και τους Αγίους Του.
Και επειδή, τις μέρες της καραντίνας, μας λείπουν, αναγκαστικά, οι προσευχές μέσα στους ναούς και, γι’ αυτό, κάποιοι χριστιανοί στεναχωριούνται και διαμαρτύρονται, έντονα, θυμίζω, ότι αυτού του είδους οι προσευχές παρουσίαζαν και πολλές αδυναμίες. Κατ’ αρχήν, πολλοί χριστιανοί, σπάνια, εκκλησιαζόμαστε τις Κυριακές και τις γιορτές και, ακόμα πιο σπάνια, εξομολογούμαστε και κοινωνούμε. Συρρέουμε στους ναούς, μόνο, κατά τη διάρκεια των μεγάλων γιορτών και, μάλιστα, λίγο πριν σχολάσει η εκκλησία, το δε Πάσχα, μετά το "Χριστός Ανέστη", η μεγάλη πλειοψηφία των πιστών φεύγει για τη μαγειρίτσα αφήνοντας πίσω τους, σχεδόν, μόνους ιερείς και ψαλτάδες να τελέσουν τη θεία λειτουργία.
Πέραν τούτου, απ’ αυτούς, που εκκλησιαζόμαστε, τακτικότερα, οι πιο πολλοί, τον περισσότερο χρόνο, είμαστε, συνήθως, αφηρημένοι και όχι συγκεντρωμένοι στην προσευχή, οπότε συμμετέχουμε, μηχανικά, στα δρώμενα του ναού, κάτι που αποτελεί δώρο άδωρο. Αυτό συμβαίνει, είτε γιατί αφήνουμε το μυαλό μας, πολλές φορές, να ασχολείται με αλλότρια, ταξιδεύοντας, ανεξέλεγκτα, όπου να 'ναι, είτε γιατί τα ερεθίσματα, που δεχόμαστε, πολλές φορές, μέσα στους ναούς κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στην αυτοσυγκέντρωσή μας.
Γνωρίζουμε, άλλωστε, τις συνθήκες, που επικρατούν στους περισσότερους ναούς, ειδικότερα, όταν υπάρχει πολυκοσμία. Στριμωξίδι, σπρωξίματα, ψίθυροι και μουρμούρα, αταξία, εν γένει, και άλλες προκλήσεις, που αποσπούν την προσοχή μας και προέρχονται, κάποιες φορές, και απ’ τον εξεζητημένο και προκλητικό τρόπο ενδυμασίας και γενικότερης εμφάνισης πιστών, μια που οι ναοί αντιμετωπίζονται και ως πασαρέλα επίδειξης. Όλα αυτά και άλλα καθιστούν, ορισμένες φορές, την προσευχή στους ναούς προβληματική και κάθε άλλο παρά αποτελεσματική.
Αντίθετα, η ατομική προσευχή δίνει τη δυνατότητα να δημιουργείς εσύ τις συνθήκες, που βοηθούν να αυτοσυγκεντρωθείς και να πετύχεις το στόχο σου, δηλ., την επικοινωνία σου με το Θεό. Μπορείς, π.χ., να αποσύρεσαι μόνος σου σ’ ένα δωμάτιο και να προσεύχεσαι εκεί ή στο μέρος όπου αθλείσαι ή περπατάς, ή, ακόμη και στον χώρο δουλειάς, εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις, και, γενικά, όπου δει. Ακόμη και η τηλεοπτική παρακολούθηση ιερών ακολουθιών, οικογενειακώς, έχει το δικό της ενδιαφέρον.
Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει, ότι μπορεί να υποκαταστήσει η ατομική προσευχή τη λειτουργική, αλλά σε περιπτώσεις ανάγκης, σαν κι αυτή λόγω κορονοϊού, δίνει λύση στα αδιέξοδα και, μάλιστα, με ικανοποιητικό τρόπο, αν σκεφθεί κανείς και τις παθογένειες του εκκλησιασμού και της λειτουργικής προσευχής, οι οποίες και θα πρέπει, στο προσεχές μέλλον, να αντιμετωπισθούν. Σ’ ό, τι με αφορά, το εύχομαι και το ελπίζω.
Από τον Κώστα Γιαννούλα