Για τον σιωπηλό όμως και στοχαστικό περιπατητή (που φροντίζει να κρατάει τις ιατρικά συνιστώμενες αποστάσεις από τους συνοδοιπόρους του…), η περιδιάβαση στους μεγάλους δρόμους και τα σοκάκια αυτής της πόλης δεν αποτελεί μόνο μία από τις λιγοστές «απολαύσεις» της καθημερινής του ρουτίνας, όπως την έχει διαμορφώσει ο κορονοϊός. Είναι ευκαιρία να παρατηρήσει και να περιεργαστεί με ενάργεια τον περιβάλλοντα χώρο, τον αστικό ιστό.
Η πόλη, τις «περίεργες» αυτές ημέρες, «σιωπά». Οι άνθρωποί της έχουν αποσυρθεί στην οικογενειακή ή προσωπική τους καραντίνα πειθαρχώντας στις υποδείξεις των ειδικών και ανήσυχοι για το μέλλον. Οι δρόμοι, σχεδόν άδειοι, θυμίζουν Δεκαπενταύγουστο, και επειδή οι κλιματολογικές συνθήκες των τελευταίων ημερών δεν παραπέμπουν στο θερμό θεσσαλικό καλοκαίρι, προδίδουν μια ασυνήθιστη για την εποχή καθημερινότητα.
Το βλέμμα του παρατηρητή προσηλώνεται στα μπλοκ των πολυκατοικιών που εξαπλώνονται διαδοχικά σε μικρό χώρο, ακόμη και σε στενά δρομάκια, η ομοιομορφία και η ακαλαισθησία αρκετών από αυτά φέρνει στον νου, οπωσδήποτε με κάποια δόση υπερβολής, συγκροτήματα εργατικών πολυκατοικιών στις πάλαι ποτέ ανατολικές χώρες….
Πράγματι, η δόμηση του αστικού χώρου στη Λάρισα έγινε άναρχα και η πόλη σε σημαντικό βαθμό «πλήρωσε» την άμετρη ανοικοδόμηση προηγούμενων δεκαετιών. Προ κρίσης βέβαια, γιατί τα τελευταία χρόνια μπήκε ταφόπλακα στην οικοδομική δραστηριότητα.
Αποτέλεσμα είναι η πόλη της Λάρισας να μη διεκδικεί μεγάλες «δάφνες ποιότητας», τουλάχιστον στις οδούς πέριξ του κέντρου. Χρειάζεται να ανηφορίσει κανείς προς τη βασιλική του Αγίου Αχιλλίου για να ανασάνει λίγο από τον ασφυκτικό «εναγκαλισμό» των πολυκατοικιών και των άχρωμων κτιρίων που τον περιτριγυρίζουν απρόσωπα και αποπνικτικά. Κάποτε «ξεμυτίζει» και κανένα παλιό αρχοντικό, για να σπάει τη μονοτονία…, συνήθως όμως με έντονα τα σημάδια του χρόνου πάνω του.
Στο ενδιάμεσο, τα παρτέρια κατά μήκος των κεντρικών οδών εξωραΐζουν το σκηνικό και «εξευμενίζουν» τη διάθεση του περιπατητή να συνεχίσει τη βόλτα εντός των χρονικών ορίων του γραπτού μηνύματος πάντα… Κορονοϊός γαρ. Ωστόσο, η ανάγκη για περισσότερο «πράσινο» στο κέντρο της πόλης και τις γύρω οδούς επιμένει.
Στις συνοικίες τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα. Δεν έχει χαθεί ακόμη η «γειτονιά». Οι μονοκατοικίες δείχνουν να αμφισβητούν την κυριαρχία των πολυκατοικιών, του «ατέλειωτου» τσιμέντου, ενώ και οι σχέσεις των ανθρώπων φαίνεται να διατηρούν κάτι από την αμεσότητα και την απλότητα παλαιότερων εποχών. Οι συνθήκες της ζωής, πάντως, έχουν αλλάξει δραματικά.
Εδώ κάπου η βόλτα τελειώνει… Τα χρονικά περιθώρια άλλωστε στενεύουν, καθώς επικρέμαται η επιβολή προστίμου για παραβίαση των μετακινήσεων. Το «εκατοπενηντάρι» πονάει… Αίφνης μια σκέψη μού καρφώθηκε ευθύβολα στο μυαλό: τελικά, «ψυχή» αυτής της πόλης, όπως και κάθε μεγάλης πόλης, είναι οι άνθρωποί της, οι πολίτες της.
Αυτοί είναι που της δίνουν ζωή και ομορφαίνουν με τη βουή τους, σαν πολύχρωμο μελίσσι, και με τη φυσική τους παρουσία τον περιβάλλοντα χώρο. Η πόλη μας είναι γνωστό στο πανελλήνιο... ότι «ξέρει να ζει». Υπό συνθήκες κανονικότητας, βέβαια, και όχι «ασύμμετρου» πολέμου. Φέτος όμως, «δεν είναι άνοιξη αυτή», παρά τις ανθισμένες γαρουφαλλιές και πετούνιες…
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο-δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.