Βέβαια, όσο και (δικαιολογημένα πολλές φορές) η ενασχόλησή μας αφορά κυρίως στην πρώτη, αυτό δε σημαίνει πως η άλλη παύει να υφίσταται. Κάπως έτσι μπορούμε να προσεγγίσουμε και την επικαιρότητα.
Τις τελευταίες μέρες η δημόσια (και ιδιωτική) συζήτηση μονοπωλείται απ’ την πανδημία του κορονοϊού. Μπορούμε να θεωρήσουμε αυτή την πλευρά της επικαιρότητας σαν το «προσκήνιο». Τώρα πρέπει να βρούμε ποια είναι η άλλη… Ακούμε για το «Μένουμε Σπίτι». Βέβαια, αυτή η προτροπή εμπεριέχει μια αδήλωτη προϋπόθεση, να έχεις σπίτι. Πριν η πανδημία πάρει τις διαστάσεις που πήρε, στα δελτία των ειδήσεων ακούγαμε για ένα «έπος» που συντελείται κάπου στον Έβρο και για κάποιους «λαθραίους», «εισβολείς» κ.τλ. Ο κορονοϊός, η αλήθεια είναι πως δεν κάνει διακρίσεις, χτυπάει και πλούσιους και φτωχούς και Έλληνες και Τούρκους και «λευκούς» και «μαύρους». Εδώ βέβαια ανακύπτει ένα ερώτημα: Στην κοινωνία που ζούμε τι αξία έχει η ανθρώπινη ζωή; Ή μάλλον, έχουν όλες οι ζωές την ίδια αξία; Κατά την άποψή μου το πρώτιστο δικαίωμα ενός ανθρώπου, είναι το δικαίωμα στην ίδια τη ζωή. Το ζήτημα είναι όμως, πως κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, ούτε καν σπίτι για να φυλαχτούν. Τέτοιοι άνθρωποι είναι και οι πρόσφυγες.
Αν κάτι προκαλεί εντύπωση αυτές τις μέρες, φτάνοντας τον εκνευρισμό, είναι η διάθεση των κυβερνόντων και των (λεγόμενων) «συστημικών» ΜΜΕ να μας προστατέψουν και να μας «σώσουν» απ’ τον ιό. Τελικά, ο ανθρωπισμός για κάποιους είναι μια έννοια «α λα καρτ»; Το βασικό στοιχείο που συνόδευε όλες τις αναφορές στα γεγονότα του Έβρου, τους πρόσφυγες που βρίσκονται στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου και αυτούς που πνίγονταν στα νερά του, ήταν η απουσία της έννοιας της ανθρώπινης ύπαρξης, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Περισσότερο η συζήτηση έμοιαζε σαν μια «στατιστική μελέτη», όπου ένας πάνω – ένας κάτω, ε δε έγινε και τίποτα, παρά πως μιλούσαμε για ανθρώπους, νέους, ηλικιωμένους, μάνες με παιδιά, παιδία χωρίς μάνες, ανθρώπους ξεσπιτωμένους και ξεριζωμένους. Ανθρώπους θύματα στις μυλόπετρες των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στο πλαίσιο της ανακατανομής του κόσμου, μπαλάκι του τένις ανάμεσα σε δύο κράτη, το ελληνικό και το τούρκικο, με δύο αστικές τάξεις εχθρικές πρωτίστως προς τους ίδιους τους λαούς «τους».
Και κάπου εδώ ξεκινάει και η πραγματική συζήτηση. Ποιος είναι τελικά ο φίλος και ποιος εχθρός μας; Αλλά πριν απ’ αυτό, αξίζει να απαντηθεί κάτι άλλο, για να γίνει πιό κατανοητό αυτό που θέλουμε να πούμε. Στέκει ο διαχωρισμός σε «πρόσφυγες και μετανάστες»; Πρωτίστως οφείλουμε να δούμε από ποιον διαμορφώνεται αυτό το ερώτημα, και έπειτα μέσα απ΄ τα δεκάδες κανάλια και μέσα που διαθέτει το σύστημα διαχέεται στον λαό σαν δικό του ερώτημα. Διαμορφώθηκε απ’ τους ίδιους που έχουν χωρίσει την κοινωνία σε «προνομιούχους» και «μη προνομιούχους». Απ’ όλους αυτούς, που θέλουν τους εργαζόμενους και τη νεολαία, διασπασμένους σε χίλια κομμάτια, να αλληλοφαγώνονται μεταξύ τους, για να μην μπορούν να δουν πως έχουν κοινούς εχθρούς. Εκείνους που τους ρίχνουν τον μισθό, που τους διαλύουν τη σύνταξη, που τους πετάνε έξω απ’ τις σχολές. Και έχουν όνομα. Είναι το κεφάλαιο. Το ντόπιο, μαζί με τους ξένους πάτρωνες του. Και οι κυβερνήσεις τους διαχρονικά. Οι ιμπεριαλιστές του σήμερα, που δημιουργούν τους πολέμους στη Συρία και τη Λιβύη, και οι αποικιοκράτες του χτες, δεν ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση των χωρών της Αφρικής και των λαών του Αφγανιστάν, του Πακιστάν, του Μπαγκλαντές κ.τλ.; Μήπως δεν είναι οι ίδιοι, μαζί με τα ελληνικά «αρπακτικά», που φτωχοποίησαν τον λαό μας την τελευταία δεκαετία των μνημονίων; Απ’ αυτούς δεν εκδιώχθηκαν με το ζόρι χιλιάδες πτυχιούχοι απ’ την Ελλάδα για να βρουν την «τύχη» τους στις μητροπόλεις της Ευρώπης; Αυτοί τι ήταν «οικονομικοί πρόσφυγες» ή «οικονομικοί μετανάστες»;
Βολεύει το αφήγημα του «εξωτερικού εχθρού». Βολεύει την κυβέρνηση και την αστική τάξη. Βολεύει γιατί κρύβει τους πραγματικούς ενόχους. Τους ενόχους για τα εργοδοτικά εγκλήματα («εργατικά ατυχήματα» τα βαφτίζουν) εξαιτίας της ακόρεστης μανίας του κεφαλαίου για περισσότερα κέρδη, που αφήνει τους εργαζομένους εκτεθειμένους να ρισκάρουν και τη ζωή τους. Τους ενόχους που όλο και λιγότερα παιδιά θα καταφέρνουν να μπουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και θα αντιμετωπίζουν ένα ολοένα και πιο ταξικό σχολείο. Τους ενόχους που θα φταίνε αν -ο μη γένοιτο- «γίνουμε Ιταλία», με ένα ΕΣΥ διαλυμένο, με νοσοκομεία υποστελεχωμένα και με τερατώδεις ελλείψεις. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε, αλλά δε χρειάζεται. Βολεύει λοιπόν το αφήγημα, γιατί χτίζει «εθνική ομοψυχία». Πως σ’ αυτή την κοινωνία είμαστε όλοι το ίδιο... Ε, δεν είμαστε!
Καμιά ζωή δεν περισσεύει για να πάει χαμένη. Αν κάτι απαιτεί αυτή η περίοδος, μεταξύ άλλων, είναι η λαϊκή αλληλεγγύη. Αλληλεγγύη από καταπιεσμένο σε καταπιεσμένο. Αλληλεγγύη που δεν κάνει διακρίσεις σε χρώμα, θρησκεία και εθνικότητα. Αλληλεγγύη που πάει μαζί με κοινούς αγώνες, Ελλήνων και ξένων, για δικαιώματα. Και το δικαίωμα στην υγεία, την περίθαλψη και τις αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτο.
Από τον Σταύρο Παπαγεωργίου, φοιτητή στο Φυσικό Θεσσαλονίκης, μέλος του ΚΚΕ (μ-λ)