τέτοια έμπνευση. Έχουν περάσει 68 χρόνια από τότε που η κυβέρνηση του Ν. Πλαστήρα εξίσωνε πολιτικά και κοινωνικά τις γυναίκες με τους άντρες, δίνοντας το δικαίωμα του ‘εκλέγειν και εκλέγεσθαι’ χωρίς εξαίρεση σ’ όλες τις γυναίκες. Από τότε δεν υπάρχει επάγγελμα, κοινωνικός ή πολιτικός θεσμός, που να μην κατακτήθηκε από το γυναικείο φύλο, εκτός βέβαια από έναν, το θεσμό της εκκλησίας. Η ορθόδοξη ελληνική εκκλησία δε χειροτονεί στο αξίωμα του ιερέα και του επισκόπου γυναίκες. Η διάκριση βέβαια αυτή έρχεται σε αντίθεση με την ουσία του χριστιανισμού, ο οποίος στην αρχική του μορφή υπήρξε το πρώτο διεθνιστικό θρησκευτικό και κοινωνικό κίνημα, που καταργούσε τη διάκριση τόσο ανάμεσα στα έθνη όσο και ανάμεσα στα δύο φύλα. Ο απόστολος Παύλος είναι κατηγορηματικός, όταν γράφει στην επιστολή «Προς Γαλάτας» (Γαλ. γ’28). «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ή ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. Πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού». (Δεν υπάρχει Ιουδαίος ή Έλληνας, δούλος ή ελεύθερος, άνδρας ή γυναίκα. Γιατί όλοι εσείς είστε ένας εν Χριστώ Ιησού). Γι’ αυτό και στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες επικεφαλής τέθηκαν οι πιο ικανοί άντρες ή γυναίκες, διάκονοι ή διακόνισσες, ανάλογα με την περίσταση. Ο ίδιος μάλιστα ο Παύλος στην επιστολή του προς Ρωμαίους επαινεί τη διακόνισσα Φοίβη από τις Κεχριές Κορίνθου για το ζήλο, με τον οποίο επιτελούσε το έργο της. Βέβαια, όταν ο χριστιανισμός άρχισε να κυριαρχεί στην ανδροκρατούμενη ελληνορωμαϊκή κοινωνία και για την καλύτερη οργάνωσή του καθιέρωσε τα αξιώματα του ιερέα και του επισκόπου, υιοθέτησε τις κατεστημένες ανδροκρατικές αντιλήψεις και απέκλεισε τις γυναίκες από τα εκκλησιαστικά αξιώματα, αθετώντας έτσι τα κηρύγματα και τις αντιλήψεις του πρώιμου χριστιανισμού. Κι αυτό η ορθόδοξη και η καθολική εκκλησία το διατήρησε μέχρι σήμερα, σε αντίθεση με τις εκκλησίες των Διαμαρτυρομένων, που σ’ αυτόν τον τομέα βρίσκονται πιο κοντά στις απόψεις του αρχικού χριστιανισμού. Η καθολική μάλιστα εκκλησία επέβαλε την απόλυτη αγαμία του κλήρου, ενώ η ορθόδοξη- ευτυχώς- μόνο των επισκόπων, κάτι που δεν συνέβαινε στον πρώιμο χριστιανισμό. Όσο η κοινωνία ήταν ανδροκρατούμενη, θα μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό των γυναικών από τα επαγγελματικά, πολιτικά και κοινωνικά αξιώματα. Η κοινωνία μας όμως προχώρησε-ευτυχώς- και σήμερα οι γυναίκες μπορούν να καταλαμβάνουν οποιοδήποτε επαγγελματικό, πολιτικό ή κοινωνικό αξίωμα, εφόσον έχουν τα προσόντα και τις ικανότητες, όπως συνέβη και με το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, στο οποίο εκλέχτηκε η κ. Σακελλαροπούλου, πραγματοποιώντας έτσι το όραμα του Απόστολου Παύλου. Η πρότασή μου βέβαια φαίνεται σήμερα ρηξικέλευθη, αλλά στην ουσία πρόκειται για επαναφορά των απόψεων του πρώιμου Χριστιανισμού. Κι αναρωτιέμαι πότε η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία θα αποφασίσει να επαναφέρει τις απόψεις των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων και να εκχωρήσει στις γυναίκες το δικαίωμα να χειροτονούνται και να καταλαμβάνουν τα εκκλησιαστικά αξιώματα του ιερέα και του επισκόπου. Το αξίωμα μάλιστα του επισκόπου θα πρέπει να καταλαμβάνεται από παντρεμένους και παντρεμένες, όπως συνέβαινε στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού. Κι έτσι «έσεται ήμαρ» (θα έρθει η μέρα), που λέει και ο Όμηρος, κατά την οποία ο πατριαρχικός και αρχιεπισκοπικός θρόνος θα κατέχεται από μια ικανή χριστιανή γυναίκα, όπως συνέβη πριν από λίγες μέρες με το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα.
Του Γιάννη Μπασλή, δρ.φ.