Ένας σκοτεινός πέπλος απείλησε με αφανισμό την κοιτίδα της δημοκρατίας και της ελευθερίας, την πόλη του Αριστείδη, του Μιλτιάδη, του Θεμιστοκλή και μετ’ έπειτα του παμμέγιστου ηγέτη Περικλή. Ήταν 28 ή 29 Σεπτεμβρίου 480 π.Χ. όταν το φως αναμετρήθηκε με το σκοτάδι στο στενό της Σαλαμίνας, ένα μόλις ναυτικό μίλι από τον Πειραιά.
Στη Σαλαμίνα, εκείνη τη φθινοπωριάτικη μέρα που ο ήλιος κατάφερε τελικά να ξεμυτίσει μέσα από τα σύννεφα, ηττήθηκε η περσική αυθάδεια από την ελληνική ανδρεία. Νικήθηκε η δύναμη της αγέλης και του άναρχου πλήθους που αντιπροσώπευε ο πανίσχυρος αριθμητικά περσικός στόλος από την ελληνική πειθαρχία και ευψυχία.
«Συν Λακεδαιμονίοις», όλοι οι Έλληνες, παραμερίζοντας μικρότητες, τοπικισμούς, μίση, πάθη, αρχομανία, σε μια μοναδική στιγμή –για την έως τότε κοινή ιστορική τους πορεία– ενότητας και μεγαλοψυχίας, συνέτριψαν τον περσικό επεκτατισμό και μαζί την περσική ματαιοδοξία.
Έτσι «πληρώθηκε» η «ύβρη» των Περσών από τη ρώμη των Ελλήνων κοντά στο μέρος που μερικούς αιώνες αργότερα ο Απόστολος Παύλος δίδαξε ταπείνωση και αρετή.
Στη Σαλαμίνα αποδείχτηκε η συγκριτική ανωτερότητα της ελληνικής ηγεσίας σε αντιδιαστολή προς την περσική. Ο αλαζόνας στα μάτια θεών και ανθρώπων Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης, τυφλωμένος από τη δύναμη της εξουσίας του και τον όγκο του στόλου του, ατένιζε την έκβαση της ναυμαχίας από το όρος Αιγάλεω βέβαιος για την τελική του επικράτηση.
Από την άλλη πλευρά, ο ευρηματικός Αθηναίος στρατηγός Θεμιστοκλής επένδυσε στα «ξύλινα τείχη», στον στρατηγικά σχεδιασμένο «εγκλεισμό» των «πελώριων» και δυσκίνητων περσικών πλοίων στο στενό της Σαλαμίνας και κυρίως στη ναυτική ικανότητα και την ανδρεία του «ελληνικού ανθού», που έδινε στη Σαλαμίνα αγώνα εθνικής επιβίωσης και αυτοσυντήρησης.
Σε μια «μάχη δίχως αύριο», όπως αυτή που εκτυλίχτηκε στη Σαλαμίνα, η ψυχή και ο πατριωτισμός των αδούλωτων και ανυπόταχτων Ελλήνων ξεχείλισαν μέσα στις τριήρεις και κατατρόπωσαν την υπεροψία του αντιπάλου, που είχε γαλουχηθεί να υπακούει και να υποτάσσεται στον ισχυρό και αδιάλλακτο απόλυτο μονάρχη.
Η ευνοϊκή έκβαση της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) για τους Έλληνες διατήρησε αδιάρρηκτη την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Παράλληλα, με την ψυχολογία του νικητή που αποκόμισαν στα πεδία των μαχών, οι Έλληνες προχώρησαν σε μοναδικά επιτεύγματα στον πολιτισμό, στις τέχνες και στα γράμματα.
Οι κατακερματισμένες ελληνικές πόλεις, αποκρούοντας την περσική απειλή, συνειδητοποίησαν έναν περίπου αιώνα αργότερα ότι οι Έλληνες ενωμένοι μπορούν οι ίδιοι να μεγαλουργήσουν, αλλά και να εμπνεύσουν τους άλλους λαούς.
Έτσι, στο Συνέδριο της Κορίνθου (337 π.Χ.), οι ελληνικές πόλεις-κράτη ενωμένες («πλην Λακεδαιμονίων») παρέδωσαν τα σκήπτρα της ηγεσίας στον Φίλιππο Β΄ και μετά τον θάνατο του τελευταίου στον γιο του Αλέξανδρο, για να μεταδώσει τα φώτα του ελληνικού πολιτισμού στη μακρινή Ανατολή, τη διακρινόμενη για τη «βαρβαρότητα» των ηθών της.
Με την εκστρατεία του εναντίον των Περσών, στην οποία αποδείχτηκε η πολεμική ανδρεία των Ελλήνων, επιτιθέμενων αυτή τη φορά κι όχι αμυνομένων, ο Αλέξανδρος κατέλυσε το περσικό κράτος και χρησιμοποιώντας ως γλωσσικό όχημα την ελληνιστική κοινή, διέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό έως τις εσχατιές του Ινδού ποταμού.
Μετά τη μακροχρόνια ιστορική παρένθεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η πτώση του ελληνικότατου Βυζαντίου στους Οθωμανούς, σηματοδότησε ταυτόχρονα μέσω των βυζαντινών λογίων που εγκαταστάθηκαν στην Εσπερία, τη διάχυση των αξιών της κλασικής εποχής στα αναδυόμενα κράτη της Δύσης.
Στα νάματα της κλασικής αρχαιότητας, η οποία έθεσε σε πρώτο πλάνο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αναβαπτίστηκε η Ευρώπη κατά την περίοδο της Αναγέννησης (15ο-16ο αιώνα), αξίες που δεν απεμπόλησε καθ’ όλη την ιστορική της διαδρομή.
Ιδιαίτερα σήμερα, στη δύσκολη συγκυρία που βιώνει η γηραιά ήπειρος, τα ευρωπαϊκά κράτη οφείλουν να μην ξεχνούν αλλά κυρίως να αποδεικνύουν έμπρακτα ότι ο ανθρωπισμός συνεχίζει να αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ταυτότητας συνυφασμένο με την ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη.
Από τον Βασίλη Πλατή