Ο λόγος αυτός, γνωστός ως «Περικλέους Επιτάφιος» βρίσκεται στο έργο του ιστορικού Θουκυδίδη που περιγράφει το σύνολο σχεδόν του πολέμου. Η ομιλία αυτή του Περικλή αποτελεί έναν διαχρονικό ύμνο στη Δημοκρατία και τα ιδανικά της. Στο προοίμιο του λόγου δίνεται και ο ορισμός του φθόνου: «οι έπαινοι, αν λέγονται για τους άλλους, είναι ανεκτοί μέχρις αυτού του σημείου, μέχρι του οποίου και ο κάθε ακροατής ξεχωριστά πιστεύει ότι είναι ικανός και ο ίδιος να κάνει κάτι από όσα άκουσε. Σ' ό,τι είναι υπερβολή από αυτά, επειδή ήδη αισθάνονται φθόνο, δεν τα πιστεύουν.
Ως φθόνος ορίζεται η δυσαρέσκεια που νιώθει κάποιος για την ευτυχία ή τα αγαθά κάποιου άλλου. Το συναίσθημα αυτό ενεργοποιείται κάθε φορά που βλέπουμε κάποιον να επιτυγχάνει ή να αποκτά κάτι, που επιθυμούμε και εμείς και θεωρούμε ότι δεν του αξίζει. Ο Πλάτωνας είχε πει ότι: «όμοιος ομοίω αεί πελάζει», που σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της ζωής μας συναναστρεφόμαστε με ανθρώπους που μας μοιάζουν. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η ρίζα του φθόνου. Φθονούμε κυρίως άτομα του περιβάλλοντός μας, άτομα που βρισκόμαστε στο ίδιο κοινωνικό, οικονομικό, μορφωτικό επίπεδο. Φθονούμε τον συνάδερφό μας στη δουλειά, τον γείτονά μας, τον παλιό μας συμμαθητή που τον είδαμε μετά από χρόνια να είναι πετυχημένος.
Ο φθόνος είναι σύμφυτος με την ανθρώπινη φύση και δηλητηριάζει την ψυχή του ατόμου. Από τη φύση του ο άνθρωπος φθονεί όποιον και ό,τι ξεπερνά τις δικές του ικανότητες. Για τον φθονερό άνθρωπο αυτό το συναίσθημα έχει ολέθριες συνέπειες. Το άτομο συχνά διακατέχεται από αισθήματα ενοχής και έλλειψη αυτοπεποίθησης. Ακόμη και η καταναλωτική μανία πολλών ανθρώπων θα μπορούσε να ερμηνευτεί μέσα από αυτό το συναίσθημα. Σπεύδουμε συχνά να αγοράσουμε προϊόντα προκειμένου να νιώσουμε ότι δεν υστερούμε σε τίποτα από άλλους συνανθρώπους μας που τα έχουν. Ο φθονερός άνθρωπος συμπεριφέρεται στον εαυτό του σαν εχθρό (Δημόκριτος) και αυτό γιατί διακατέχεται από την ανικανότητα να δει τις δικές του ικανότητες, να αντιληφθεί τη δική του αξία και επιδίδεται σ' έναν αγώνα δρόμου συκοφάντησης του άλλου που ουσιαστικά πρώτα από όλα μαραζώνει τη δική του ψυχή.
Ο φθόνος θα μπορούσε να έχει μια ευεργετική επίδραση, μόνο σε εκείνη την περίπτωση που ενεργοποιεί τις δυνατότητες του ατόμου και αυτό δρα ανταγωνιστικά και προσπαθεί να βελτιωθεί και να ξεπεράσει τα επιτεύγματα του άλλου. Όμως λίγοι είναι εκείνοι που στην πορεία της ανθρωπότητας κατάφεραν κάτι τέτοιο, μιας και ο φθόνος καταστρέφει το άτομο. Όπως σωστά έγραψε ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ (1872-1970): «Ο Ναπολέων φθονούσε τον Ιούλιο Καίσαρα, ο Ιούλιος Καίσαρας τον Μέγα Αλέξανδρο και ο Αλέξανδρος, θα τολμούσα να πω, φθονούσε τον Ηρακλή». Ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα, ο φθόνος μεταξύ των πόλεων αρχικά έδρασε ανταγωνιστικά. Κάθε πόλη επιδίωκε να ξεπεράσει την άλλη σε δόξα, πλούτο και δύναμη. Στην πορεία όμως οδήγησε στην απόλυτη καταστροφή μέσω των συνεχών πολέμων. Ακόμη και όταν πλησίαζε ο Ρωμαϊκός κίνδυνος, ο φθόνος της μιας πόλης για την άλλη δεν επέτρεψε την ένωσή τους, κάτι που έξυπνα εκμεταλλεύτηκαν οι Ρωμαίοι, με αποτέλεσμα την υποδούλωση όλης της Ελλάδας.
Εκείνο που πρέπει να γίνει συνείδηση είναι ότι ο φθόνος είναι πηγή δυστυχίας και κατάπτωσης του ανθρώπου. Ο φθόνος ταιριάζει στους ταπεινούς και τα λαμπρά έργα στους γενναίους και τολμηρούς. Οι άξιοι πάντα θα προχωρούν και θα δημιουργούν, αφήνοντας τους φθονερούς στη μικρότητά τους. Να έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν είναι ανάγκη να ευχόμαστε να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα. Μπορούμε να αναζητήσουμε τρόπους να έχουμε τη δική μας. Εξάλλου, όπως είπε και ο αρχαίος ρήτορας Ισοκράτης: "Μην φθονείτε τους πρωτεύουσι, άλλ’ αμιλλάσθαι".
Από τον Νίκο Τάχατο, φιλόλογο