Το μοντέλο στην Ελλάδα πάλι επιλέχτηκε να είναι στείρο και επενδύει στο ζαλίκωμα των παιδιών με επιπλέον μαθήματα και επιπλέον εργατοώρες που οδηγούν τα παιδιά σε ολοένα και μεγαλύτερη απέχθεια προς το βιβλίο, τη γνώση και την κριτική σκέψη εντέλει. Βιώνουν το δημοτικό σχολείο όχι ως μια ευχάριστη, δημιουργική και καινοτόμα κάθε φορά εμπειρία αλλά ως ένα φορτίο από το οποίο δεν μπορούν να απαγκιστρωθούν. Δεν χρειάζεται να αναπολήσουμε και να ονοματίσουμε τον υπουργό που προσέθεσε ακόμη μια γλώσσα στο ήδη βαρύ και φορτωμένο πρόγραμμα του Δημοτικού Ελληνικού Σχολείου. Πιστεύω ότι το να ξεκινά δύο ξένες γλώσσες ένα παιδί στο Δημοτικό και να προσπαθεί να αφομοιώσει σε βάθος και τη μητρική- γενέθλια γλώσσα είναι αν όχι βαρύ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ανορθόδοξο. Για κάποιον που έχει τόσο μεγάλη κλίση και έφεση στη γλωσσομάθεια θα του δοθούν οι ευκαιρίες στην εκπαιδευτική διαδικασία (δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια ώστε να κάνει μια μεγάλη βεντάλια από ξενικές γλώσσες).
Ως γονιός αξίζει να αναφέρω και την προσωπική μου εμπειρία επί του θέματος και να υπερθεματίσω το γεγονός ότι σε αυτή την ηλικία δεν μπορεί να κάνει ο μαθητής μια 2η επιλογή γλώσσας γιατί δεν γνωρίζει βασικά χαρακτηριστικά κουλτούρας, πολιτισμού, ιστορίας και πραγματικών εμπειριών που θα τον καθοδηγούσαν σε μια επιλογή χρήσιμη για επιπλέον εκμάθηση γλώσσας πέραν των Αγγλικών. Η οικογένεια μπαίνει σε μια ακόμη αγχωτική διαδικασία να στηρίξει την επιλογή που έκανε το παιδί με βάση φιλικές συμβουλές και προσωπικές σχέσεις που δεν έχουν να κάνουν με την ουσία της επιλογής του και τη χρησιμότητά της. Ακολουθεί εκ των υστέρων η στήριξη με τη μορφή παραπαιδείας και τελικά επιβαρύνεται ο οικογενειακός οικονομικός προϋπολογισμός προκαλώντας και επιπλέον επιβάρυνση στην ψυχική διάθεση των γονιών για να αντεπεξέλθουν και να καταφέρουν να σταθούν αντάξιοι των πλασματικών και εικονικών νέων απαιτήσεων. Πολλές φορές δε, το ίδιο το παιδί μεγαλώνοντας αντιλαμβάνεται τη λάθος επιλογή του και βασανίζεται και αντιδρά με κάτι το οποίο ήταν περιττό από την αρχή!
Του Μάριου Ξηρομερίτη, δημ. συμβούλου Λάρισας