Τα αίτια του φαινομένου θα πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο που δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος μετά την επανάσταση του 1821. Δημιουργήθηκε ένα μικρό γεωγραφικά κράτος που τέθηκε αμέσως υπό την κηδεμονία των τότε Μεγάλων Δυνάμεων και κυβερνήθηκε απολυταρχικά από τον βασιλιά Όθωνα που απέκλεισε από τον ελληνικό στρατό χιλιάδες αγωνιστές, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από μη απελευθερωμένες περιοχές και συνεπώς δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω. Επίσης, η καλλιεργήσιμη γη εξακολουθούσε να παραμένει στα χέρια λίγων, που είχαν συμπεριφορά κοτσαμπάσηδων και ο απλός λαός ζούσε σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας.
Αυτοί λοιπόν οι νικητές στα πεδία των μαχών κατά τη διάρκεια της επανάστασης, βρέθηκαν «ηττημένοι» στην ίδια τους τη χώρα. Μην μπορώντας να αντέξουν τη φτώχεια, την καταπίεση και συχνά περιπτώσεις προσωπικών προσβολών, έβγαιναν στο βουνό και γίνονταν ληστές. Ο Άγγλος ιστορικός Eric Hobsbawm (1917-2012) στο έργο του «Ληστές» εισήγαγε για τέτοιους ανθρώπους τον όρο Κοινωνικός ληστής που τον διακρίνει από τον κοινό ληστή. Γράφει: τέτοιοι ληστές και παράνομοι δεν θεωρούνται από την κοινή γνώμη εγκληματίες, αλλά υπερασπιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης, εκδικητές ή αγωνιστές μιας πρωτόγονης αντίστασης και τα κατορθώματά τους έχουν δοξαστεί και διασωθεί στην ιστορία και τον μύθο». Και πράγματι αυτοί οι άνθρωποι, που είχαν τους δικούς τους άγραφους νόμους και κώδικες τιμής, που επιδείκνυαν θάρρος, λεβεντιά και συχνά περιφρόνηση προς τον θάνατο, αγαπήθηκαν από μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, που στα πρόσωπά τους έβλεπε μια μορφή αντίστασης απέναντι στην εξαθλίωση και στην καταπίεση. Βέβαια αυτοί οι «Βασιλείς των Ορέων» συμπεριφέρθηκαν με ανάλογο τρόπο στον λαό. Αρκετές πράξεις τους τις χαρακτηρίζουν τιμιότητα και δικαιοσύνη. Αρκετές νύφες της εποχής προικίστηκαν, σχολεία και εκκλησίες ευεργετήθηκαν, πολλοί φτωχοί βρήκαν την δικαιοσύνη που τους αρνήθηκε το Κράτος. Όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει ο λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας: «δεν βάνω χέρι να ληστέψω πτωχούς ανθρώπους που δεν έχουν 500 τουλάχιστον λίρες και πάνω για την οικογένειά τους και τον εαυτόν τους». Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι όσο απομακρυνόμαστε από τα χρόνια της επανάστασης, τόσο τα παραπάνω χαρακτηριστικά ξεθωριάζουν και συνεπώς η διάκριση μεταξύ κοινωνικού και απλού ληστή γίνεται ολοένα και πιο δυσδιάκριτη.
Ο χώρος δράσης τους ήταν τα πρώτα χρόνια τα σύνορα Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Ελληνικού κράτους και αργότερα, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, οι νεοαπελευθερωμένες περιοχές. Επιδίδονταν σε ληστείες ταξιδιωτών, από τους οποίους αφαιρούσαν ό,τι πολύτιμο είχαν, ενώ συχνές είναι οι απαγωγές προσώπων και η ζήτηση λύτρων από τους συγγενείς. Υπήρξαν και περιπτώσεις που η δράση τους ταπείνωσε την Ελλάδα διεθνώς, με πιο γνωστή τη σφαγή τεσσάρων ξένων περιηγητών από την συμμορία του Αρβανιτάκη το 1870, που προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του Ζαΐμη και οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της χώρας.
Οι εκάστοτε κυβερνήσεις προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να περιορίσουν τη δράση τους. Το 1833 δημιουργήθηκε η Χωροφυλακή για να αντιμετωπίσει τη δράση τους, επικήρυσσαν τους ληστές με μεγάλο χρηματικό ποσό, παρείχαν αμνηστία σε όσους εγκατέλειπαν τη δράση τους ή πρόδιδαν άλλους ληστές. Συχνές ήταν και οι εκτοπίσεις πληθυσμών από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους για να μην έχουν προστασία και καταφύγιο. Τελικά το φαινόμενο της ληστοκρατίας τερματίστηκε οριστικά από κυβέρνηση τον Ελευθερίου Βενιζέλου τη δεκαετία του 1930. Περίφημοι ληστές ήταν ο λήσταρχος Νταβέλης, ο Αρβανιτάκης, ο Θωμάς Γκαντάρας, ο Φώτης Γιαγκούλας, οι Ρετζαίοι, και τόσοι άλλοι που τα κατορθώματά τους γέμιζαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής.
Είτε επρόκειτο για κοινωνικούς ληστές, είτε για απλούς ληστές, εκείνο που είναι γεγονός είναι ότι η ληστοκρατία αποτελεί κομμάτι της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας και οφείλουμε να μελετήσουμε κάθε πτυχή του.
Από τον Νίκο Τάχατο, φιλόλογο