Αλλά αυτός ήταν ο Φάνης, του άρεσε να δίνει, να δανείζει κι ακόμη-ακόμη να χαρίζει. Χοντρούλης και λίγο κοντούλης, ψήλωνε κι έφτανε στον ουρανό κάθε φορά που έδινε κάτι σε κάποιον. Από μικρό παιδί έτσι ήταν, αν έβλεπε τα άλλα παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο με τίποτα ξεφούσκωτες μπάλες ή με πατημένα τενεκεδάκια από αναψυκτικά, άφηνε ό,τι ήταν να κάνει, πήγαινε σπίτι και έφερνε τις δικές του μπάλες: μία για ποδόσφαιρο και μία για μπάσκετ αν ήθελαν να παίξουν και κάτι άλλο. Και δεν τον ενοχλούσε αν μετά έπρεπε να τις ψάχνει όλο το απόγευμα για να τις βρει πεταμένες εδώ κι εκεί.
Ο πατέρας του, ο κ. Νίκος, δούλευε στον ΟΣΕ, η μητέρα του, η κυρά-Λενιώ, οικιακά. Για χρόνια προσπαθούσαν να κάνουν παιδί, είχαν πάει σε γιατρούς σε όλη την Ελλάδα, αλλά μάταια, το είχαν πάρει απόφαση ότι θα έμεναν άκληροι... Μετά από λίγα χρόνια όμως κι αφότου είχαν εγκαταλείψει τις προσπάθειες, η Λενιώ έμεινε έγκυος. Χαρές και πανηγύρια για το ζεύγος, έλαμπαν από ευτυχία, ευτυχία που πολλαπλασιάστηκε όταν έφεραν στη ζωή τον Φάνη. Απλόχερα του πρόσφεραν ό,τι ήθελε ο μικρός, τον καλόμαθαν εν γνώσει τους, τον θεωρούσαν δώρο Θεού και στα δώρα του Θεού δεν μπορείς να πεις όχι.
Ετσι μεγάλωσε ο Φάνης, χωρίς να του λείψει τίποτα, ή μάλλον το μόνο που του έλειπε ήταν η παρέα, γι’ αυτό ό,τι είχε το μοιραζόταν με τα άλλα παιδιά. Μέτριος μαθητής ήταν, πέρασε Νοσηλευτική στη Λάρισα, νοίκιασε σπίτι στην πόλη, αγόρασε και ένα μηχανάκι για να πηγαίνει στη σχολή, αλλά και στο χωριό και ταυτόχρονα έγινε και ενεργό μέλος σε μια εθελοντική οργάνωση. Τεράστιο το αίσθημα της προσφοράς και ένιωθε την ανάγκη να το εξωτερικεύει, να προσφέρει. Ολο τον νομό γύρισε βοηθώντας, συμμετέχοντας σε δράσεις, βοηθώντας με κάθε τρόπο, σωματικά και υλικά. Τέλειωσε τη σχολή, πήγε και φαντάρος και επέστρεψε στη Λάρισα. Επιασε δουλειά σε ένα από τα πολλά κέντρα παροχής υπηρεσιών υγείας που υπάρχουν στην πόλη, ενώ σταθερά συνέχιζε να προσφέρει σε ό,τι του ζητούνταν.
***
Όταν ήταν στον στρατό, στη Λήμνο, είχε γνωρίσει δύο παιδιά από τη Λάρισα, δεν ταίριαζαν πολύ τα χνώτα τους και έτσι δεν έκαναν και πολλή παρέα. Συναντήθηκαν τυχαία μετά από χρόνια στην πόλη και καθώς ο χρόνος λειαίνει και εξωραΐζει τα προηγούμενα κανόνισαν να βγούνε. Πήγε ο Φάνης στο ραντεβού με το καινούριο του μηχανάκι, κάθισαν, ήπιαν, τα είπαν, πλήρωσε και τον λογαριασμό και κανόνισαν να ξαναβγούν. Μετά από δυο-τρεις μέρες που ξαναβγήκαν, οι δυο «σειρούλες» ήταν πολύ στεναχωρημένοι, έπρεπε να πάνε την επόμενη μέρα σε μια δουλειά σε ένα χωριό κοντά στην πόλη, αλλά είχε χαλάσει το αυτοκίνητο του ενός, ο άλλος δεν είχε δικό του μέσο και έτσι θα έπρεπε να την ακυρώσουν. Κρίμα και ήταν καλή δουλειά, καλά λεφτά για λίγη ώρα, όπως είπαν στον Φάνη.
Τη λύση την έδωσε αμέσως ο Φάνης, θα πάρουν το δικό του μηχανάκι, αφού ούτως ή άλλως ήθελε στρώσιμο, θα κάνουν τη δουλειά τους και θα του το επιστρέψουν. Χαρές και γέλια οι δύο, ζήτησαν κι από τον Φάνη να τους περιμένει στο σπίτι του για να του πάνε τα κλειδιά αφότου τελειώσουν τη δουλειά, ήπιαν τα ποτά τους και έφυγαν.
Ετσι κι έγινε... Σπίτι, μόνος καθόταν ο Φάνης όταν βιαστικός ο ένας εκ των δύο ανέβηκε και του έδωσε τα κλειδιά. Την επόμενη μέρα τον ξύπνησαν αχάραγα οι σειρήνες, και μετά επιτακτικά χτυπήματα στην πόρτα, ποιος διάολος ήταν πρωινιάτικα και τι ήθελε. Μια γαλάζια θάλασσα ξεχύθηκε με το που άνοιξε -μισοκοιμισμένος ακόμη- την πόρτα και τον παρέσυρε... Αστυνομικοί, με φακούς και κλομπ στα χέρια τον έριξαν κάτω, του πέρασαν χειροπέδες, μιλώντας του ελάχιστα. Ούτε κατάλαβε τι τον χτύπησε ούτε είχε συνειδητοποιήσει για τι τον κατηγορούσαν. Ληστεία μετά φόνου, λέει, μιας ηλικιωμένης σ’ ένα γειτονικό χωριό, είχε καταγραφεί η πινακίδα και το μηχανάκι του από τις κάμερες ενός ATM, κι εύκολα οδηγήθηκε η αστυνομία σ’ αυτόν. Βρήκαν και τη βέρα της δύστυχης της γυναίκας στο μηχανάκι, άλλοθι δεν είχε και προφυλακίστηκε. Φώναζε ο δύσμοιρος ότι ήταν αθώος, φώναζε ότι το μηχανάκι του το δανείστηκαν δύο «φίλοι» του, αυτοί όμως κατηγορηματικά αρνούνταν ότι τον είχαν ξαναδεί μετά την κοινή τους θητεία στη Λήμνο.
Ζωντανοί νεκροί οι γονείς του, δεν πίστεψαν στιγμή ότι ο Φάνης τους μπορεί να είναι ένοχος, αλλά δεν άντεχαν στη σκέψη ότι θα πρέπει να μπει φυλακή. Φυλακή. Ο Φάνης τους. Φυλακή. Το Δικαστήριο του αναγνώρισε τον πρότερο έντιμο βίο και τον καταδίκασε για θανατηφόρα ληστεία. Δέκα χρόνια η ετυμηγορία. Δεν πέρασε ούτε ένας μήνας από την απόφαση και ο κ. Νίκος έπαθε ισχαιμικό επεισόδιο βαριάς μορφής. Νοσηλεύτηκε για λίγες εβδομάδες στο νοσοκομείο κι αφού είχε παραιτηθεί από τη ζωή, κατέληξε. Η κυρά-Λενιώ κεράκι που έλιωνε, παρακαλούσε τον κόσμο όλο να της φέρουν τον Φάνη της στις Φυλακές της Λάρισας για να μπορεί να τον βλέπει. Κι ο Φάνης ήρθε στη Λάρισα.
Σε κάθε επισκεπτήριο η κυρά-Λενιώ σκούπιζε τα μάτια της, χτένιζε τα κατάλευκα μαλλιά της και περίμενε υπομονετικά να χαϊδέψει για λίγο τα χεράκια του γιου της, να του μιλήσει για πολλά και διάφορα και να τον εμψυχώσει. Εβλεπε το πάλαι ποτέ στρουμπουλό αγόρι της να έχει μείνει μισό και το φωτεινό ανιδιοτελές χαμόγελό του να έχει δώσει τη θέση του στη θλίψη. Τέσσερα χρόνια πέρασε στη Φυλακή ο Φάνης, ώσπου μια μέρα ήρθε ο φύλακας και του είπε τα νέα: βγαίνεις, Φάνη. Τα συλλάβαμε τα «φιλαράκια» σου για άλλη ληστεία και ομολόγησαν. Είσαι ελεύθερος.
Ελεύθερος... Ελεύθερος, μα ούτε δουλειά μπορούσε να βρει, ούτε οι εθελοντικοί σύλλογοι δέχονταν πια τη βοήθειά του. Και τα βλέμματα... Αυτά τα βλέμματα των γνωστών του δεν τα άντεχε, ούτε τους ψιθύρους με το που γυρνούσε την πλάτη του. Τι κι αν ήταν αθώος, είχε κάνει φυλακή, κι αυτό η κοινωνία δεν το ξεχνά, ούτε το συγχωρεί. Ωρες-ώρες του περνούσε από το μυαλό να κάνει κάτι για να πάει φυλακή. Τουλάχιστον εκεί του επέτρεπαν να βοηθάει και να προσφέρει. Και για τον Φάνη αυτό ήταν ελευθερία.
Θανάσης Αραμπατζής
tharampa@gmail.com