Θα το κάμω όμως δια δύο λόγους. Πρώτον, διότι αυτό εξυπηρετεί το θέμα μας. Δεύτερον, επειδή την εθνική μας προσφώνηση «μαλ... ας» χρησιμοποιούν άπαντες εν Ελλάδι. Κατανοώ, βεβαίως, ότι οι εφημερίδες οφείλουν να αντιστέκονται και να διατηρούν μίαν, ούτως ειπείν, γλωσσικήν ευπρέπειαν και μιαν αισθητικήν, πλην όμως δεν παύουν να είναι και όργανα καταγραφής της ζώσης πραγματικότητος, άρα και της γλώσσης που σπαρταρά και πάλλεται εις τους δρόμους, τα καφενεία, την λαϊκήν αγορά, τα γήπεδα, τα σχολεία και γενικώς όπου συνωθούνται νεοέλληνες.
Υπενθυμίζω πάντως ότι η λέξις «μαλακία» εχρησιμοποιήθη για πρώτη φορά επισήμως από τον τρισμέγιστο πολιτικό, τον αρχαίο ημών πρόγονο Περικλέα, εις τον περίφημον «Επιτάφιον» του, αυτό το παγκόσμιο μνημείο πολιτικού λόγου- ως μας έμαθαν κάποιοι σεβαστοί φιλόλογοι εις το Γυμνάσιο, τότε που το σχολείο μάς μάθαινε ακόμη γράμματα και δεν έδινε απλώς συνταγές περί του «τρουπώνειν» στο Πανεπιστήμιο άνευ διδασκάλου (αλλά μετά Φροντιστηρίου).
«Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας...» είπε το λοιπόν ο Περικλής. Βεβαίως, ο μέγας Αθηναίος υπονοούσε πως οι συμπολίτες του, μπορεί να το ‘χαν ρίξει στη φιλοσοφία και το «μουχαμπέτι» -τι Έλληνες θα ήσαν άλλωστε!- αλλά εις καμία περίπτωση δεν ήσαν «μαλ...ες», δηλαδή μαλθακοί, ή, όπως λέμε σήμερον, φλωρούμπες και χλεχλέδες. Διότι, όταν χρειάστηκε, και το νταηλίκι τους πουλήσαν στον Πέρση εισβολέα, και το νταβατζηλίκι τους στους λοιπούς Έλληνες, που τους έμπασαν στη Συμμαχία της Δήλου και τους τα ’παιρναν χοντρά πουλώντας προστασία, όπως κάνει κάθε μεγάλος και ισχυρός εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Το ουσιαστικόν «μαλ...ας» λοιπόν, με το οποίο αλληλοπροσδιορίζονται και αλληλοαποκαλούνται μετά απολύτου φυσικότητος οι νεοέλληνες τις τελευταίες δεκαετίες, έχει καταστεί την σήμερον τοσούτον κοινότυπο ώστε έχει πάψει πια να προκαλεί αίσθησιν και δεν θεωρείται καν βρισιά. Αν και είναι πραγματικά «μαλθακοί» οι σημερινοί νεοέλληνες – ας όψονται οι Ελληνίδες μάνες!- η προσφώνηση «μαλ...ας» δεν θεωρείται μειωτική για τον άλλο. Είναι πιο πολύ μια ένδειξη οικειότητας. Εξάλλου, ό,τι λέμε... δεν το εννοούμε κιόλας, ε; Και παλαιότερα π.χ. πριν την επικράτηση του «μαλ...ας», οι Έλληνες αλληλοπροσδιορίζονταν ως «βλάκες» («έλα ρε βλάκα...» «μα είσαι ντιπ βλάκας;»), ενώ την ίδια ώρα πίστευαν – και πιστεύουν!- ότι είναι ο σοφότερος λαός του κόσμου, ο μόνος ικανός να χτίζει Παρθενώνες ,και ο μόνος που την ώρα που οι άλλοι διέμεναν στα δένδρα εμείς τα καίγαμε και χτίζαμε αυθαίρετα (τσσς!).
Η χρήση του «μαλ...ας» δεν υπόκειται πια εις περιορισμούς. Κατ’ αρχάς εκφέρεται ανεξαρτήτως φύλου. Δεν αποτελεί αντρικόν προνόμιον. Ποιος δεν έχει ακούσει στις γυναικοπαρέες της πλ. Ταχυδρομείου τη φράση «μαλ...ας είσαι ρε φιλενάδα;», η οποία εκφέρεται εις το αρσενικόν γένος (και ουχί «μαλ...κω») και δη μετά απολύτου φυσικότητας και άνευ ουδεμίας ντροπής ή συστολής.
Επί πλέον δεν υπόκειται σε ηλικιακούς περιορισμούς. Οι Έλληνες χρησιμοποιούν τη λέξη από τα τρυφερά χρόνια του νηπιαγωγείου έως τα υπερώριμα χρόνια του ΚΑΠΗ. Κατ’ αρχάς, εκ γενετής ακούν τον μπαμπά να μοιράζει το «μαλ...ας» αφειδώς, δεξιά και αριστερά, όπως π.χ. κατά τη διάρκεια της οδήγησης («Πάρτα να μην στα χρωστάω ρε «μαλ...α» που σου δώσανε και δίπλωμα στραβάδι) . Στα σχολεία δε, η συγκεκριμένη προσφώνηση είναι τοσούτον διαδεδομένη ώστε να αναρωτιέται κανείς τι χρειάζεται πλέον να βαφτίζουμε τα παιδιά μας Θόδωρα, Βαγγέλη, Θεμιστοκλή, αφού έτσι κι αλλιώς στο τέλος, όλοι μαζί, «μαλ...ες» καταλήγουν να προσφωνούνται. Συνταξιούχος μάλιστα καθηγητής παλαιών αρχών διηγείται πως όταν κάποτε έκανε σχετική παρατήρηση εις ομάδα νεαρών («Μα καλά βρε παιδιά, ο ίδιος ... νονός σας βάφτισε και αποκαλείστε όλοι με το ίδιο όνομα;»), εισέπραξε πληρωμένη απάντηση:
- Ρε «μαλ...ες», καλά σας λέει αυτός ο «μαλ...ας»... Κόφτε τις «μαλ ...ίες».
Αλλά ούτε και σε περιορισμούς ένεκα μορφώσεως, καταγωγής ή κοινωνικής τάξεως υπόκειται η χρήση του «μαλ... ας». Ως λέγει και το τροπάριον, «βασιλευς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός» άπαντες επιδίδονται εις την χρήση του όρου συνεχώς και αδιαλείπτως ένα πράμα.
Επί πλέον, «μαλ...ες» βρίσκει κανείς εις όλες τις επαγγελματικές ομάδες. «Μαλ ...ας» είναι ο δημόσιος υπάλληλος που δεν σε εξυπηρετεί, ο υδραυλικός που σου τα παίρνει μαύρα. Ο γκαραζιέρης που σου χρεώνει ό,τι θέλει, αλλά και η πωλήτρια που σε αγνοεί.
Εν ολίγοις, η λέξη την οποία μελετούμε σήμερα είναι στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας. Είναι καθημερινή εθνική συνήθεια, που ομογενοποιεί το έθνος των Ελλήνων, του δίνει συνεκτικότητα. Επί πλέον έχει κάνει καριέρα και στο εξωτερικό, καθώς είναι από τις πρώτες λέξεις που μαθαίνουν οι τουρίστες μας. Καθαρά εξαγώγιμο προϊόν!
Με ειλικρινήν συγκίνηση λοιπόν ενθυμούμαι τη σκηνή που παρακολούθησα στην αυλή ενός σχολείου, όπου στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, ένα ελληνάκι ελληνικής καταγωγής, έριξε κάτω έναν συμμαθητή – ελληνάκι αλβανικής καταγωγής. Πυρ και μανία ο δεύτερος, σηκώνεται, ορμά, πιάνει το ελληνάκι από τον λαιμό κι αρχίζει εις άπταιστον ελληνικήν (πιο άπταιστον δεν γίνεται):
- Ρε παλιομαλ...α ... Ρε παλιο...στη θα σε (μπιπ, μπιμμπιπ ρε ...) – παραλείπεται ως ευκόλως εννοούμενο.
Τα μικρά «ρεμάλια» συνέχιζαν να δέρνονται και να βρίζονται κι εγώ για λίγο το απολάμβανα, πριν παρέμβω. Σκεφτόμουν αυτό που λένε οι γλωσσολόγοι. Πως δηλαδή, έτσι και κάποιος ξένος έχει καταφέρει να μπει στις πιο «χαμηλές», τις πιο λαϊκές δομές της γλώσσας, τότε έχει ενταχτεί πλήρως στην πραγματικότητα της ξένης χώρας. Είναι βέβαιο ότι το αλβανάκι καταφέραμε και το εντάξαμε. Είναι ήδη ένας Έλλην κανονικός που μετέχει της ημετέρας παιδείας (και της ημετέρας μα....κίας βεβαίως βεβαίως). Και θα θυμάστε πόσους φόβους είχαμε κάποτε πως οι Αλβανοί θα μας αλλοιώσουν ως χώρα.
Τώρα αντιμετωπίζουμε πάλι μεταναστευτικές ροές. Όλοι ανησυχούμε αν θα καταφέρουμε ποτέ να εντάξουμε αυτές τις ομάδες. Πάνω στον προβληματισμό, κι ενώ βάδιζα στη Μεγάλου Αλεξάνδρου, έπεσα σ’ ‘ένα περιστατικό που στάθηκε και η αφορμή για το σημερινό σχόλιο. Είναι δύο νεαροί μετανάστες. Ο ένας απλά σκούρος, ο άλλος πολύ σκούρος. Έμοιαζε ο πρώτος Αφγανός, ο δεύτερος Ινδός. Για να συνεννοηθούν , μιλούσαν – τι άλλο;- ελληνικά. Και πάνω στα γέλια και τα πειράγματα, λέει ο ένας στον άλλο:
- Έτσι είναι ρε «μαλ... κα» σου λέω...
Κι από κείνη τη στιγμή έπαψα να ανησυχώ... Ο ελληνικός μύλος άρχισε κιόλας να αλέθει. Σε μερικά χρόνια η μεγάλη των «μαλθακών» φυλή θα έχει νέα δικά της μέλη. Σε κάνα δυο γενιές, θα ‘ναι κι αυτοί Ελληναράδες κανονικοί. Λίγο πιο μελαμψοί βέβαια, αλλά μην το κάνουμε και θέμα στις εποχές που ζούμε ...
(Και πάλι συγγνώμη για τις παλιοκουβέντες ε;....)
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr