* Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο
Υπάρχουν εποχές της ιστορίας που η λέξη «πατριωτισμός» και η στάση που συνεπάγεται είναι προφανής. Το 1940 οριζόταν από την υπεράσπιση της χώρας από τους εισβολείς και στην Κατοχή που ακολούθησε από την αντίσταση στους κατακτητές. Η εποχή δεν σήκωνε αποχρώσεις, αν και ο τρόπος που ο καθένας οραματίζονταν ακόμη και στις σκοτεινές ημέρες της κατοχής την απελευθερωμένη χώρα αποδείχτηκε διχαστικός και ιδιαιτέρως καταστροφικός. Στην ερειπωμένη από τον Εμφύλιο ελληνική κοινωνία η λέξη «πατριωτισμός» αντί να ενώνει δίχαζε. Το τραγικό καλοκαίρι του 1974, μετά τον τουρκικό στρατό να προελαύνει στην Κύπρο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενσάρκωσε τη στάση του πατριωτισμού: ήταν η αποκατάσταση της Δημοκρατίας που έδωσε ξανά την αξιοπρέπεια στα καθημαγμένα αισθήματα της πατρίδας. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο πατριωτισμός είναι αλήθεια δεν ήταν του συρμού. Η δημοκρατία είχε σταθεροποιηθεί, οι εξωτερικοί κίνδυνοι είχαν ελαχιστοποιηθεί και το αριστερό λεξιλόγιο είχε καθιερωθεί ως επίσημο λεξιλόγιο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Ακόμη και οι παλαιοί δεξιοί, προκειμένου να επιβιώσουν προσπαθούσαν να πείσουν πως και αυτοί κατά βάθος σοσιαλιστές ήταν. Η πατρίδα δεν χρειαζόταν τον πατριωτισμό μας. Μια χαρά τα πήγαινε και μόνη της, οπότε εμείς μπορούσαμε να την κακοποιούμε κατά βούληση για να αποκομίζουμε τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για εμάς και τις οικογένειές μας. Μπορούσαμε να χτίζουμε αυθαίρετα, να καταπατούμε δάση και να ρουφάμε το δημόσιο ταμείο λες και ήταν δροσιστικό. Οσοι τουλάχιστον εξ ημών είχαν πάρει το μήνυμα των καιρών και είχαν αντιληφθεί το νόημα της ζωής σ΄ αυτόν τον τόπο. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν να αγαπούν τις ερημικές ακρογιαλιές της παιδικής τους ηλικίας. Τα χρόνια αυτά, κοντά μισός αιώνας, πάντως πάνω από μια γενιά, ο πατριωτισμός μεταλλάχθηκε και (σχεδόν) ταυτίστηκε με τον εθνικισμό. Ο πατριωτισμός είναι η αγάπη για μια ζωντανή πραγματικότητα, η οποία επειδή είναι ζωντανή, μπορεί και να αλλάξει να ανανεωθεί, να βελτιωθεί ή και να χειροτερέψει. Δεν παύεις να αγαπάς τη σημερινή Ελλάδα επειδή είναι γερασμένη, καταπονημένη από τις δοκιμασίες. Ο εθνικισμός είναι η λατρεία των συμβόλων. Η λατρεία της αποχυμωμένης, εξιδανικευμένης ζωής. Αν ο Αισχύλος, τηρουμένων όλων των αναλογιών, ήταν «εθνικιστής» - με τους όρους της εποχής του - οι «Πέρσες» του θα ήταν ένας ανόητος ύμνος στην Αθήνα. Όμως ήταν πατριώτης και προσπάθησε να καταλάβει για ποιο λόγο η μικρή του πόλη νίκησε την αυτοκρατορία. Απ’ αυτήν την άποψη, ο «πεντοζάλης» που υποτίθεται πως θα χορεύουν οι «αγορές» όταν η Ελλάδα αποσυνδεθεί από τις δεσμεύσεις της, εκτός από κακόγουστος και ανήθικος - θυμίζει πολύ ελληναρά για να μπορεί να στηθεί ακόμη και στο στόμα του σαραντάχρονου ηγέτη - είναι και παραπλανητικός, όπως όλα τα εθνικιστικά σύμβολα. Ο εθνικισμός σε αντίθεση με τον πατριωτισμό, ενεργοποιεί την εκδικητικότητα και θυσιάζει τους όρους της πραγματικής ζωής στο βωμό των συμβόλων: Οι καλοί Ελληνες και οι κακοί Ευρωπαίοι μπορεί να ικανοποιούν τη ρητορική των μεταμεσονύκτιων τηλεοπτικών πάνελ, αλλά είναι φαντάσματα του παρελθόντος. Στη σημερινή Ελλάδα ο πατριωτισμός δεν είναι προφανής. Η πραγματικότητα την οποία καλείται να υπερασπισθεί είναι ήδη απαξιωμένη ακόμη και στα μάτια όσων θέλουν να την υπερασπισθούν. Είναι χτισμένος πάνω σε αντιφάσεις, κατά συνέπεια δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει μέσα από τις αποχρώσεις πέραν του καλού και του κακού. Ένα είναι βέβαιο: όποιος βλέπει τη χώρα αποκομμένη από τους συμμάχους της, άρα μια χώρα που έχει απεμπολήσει τα κεκτημένα της, δεν μιλάει τη γλώσσα του πατριωτισμού. Η θέση της Ελλάδας στη σημερινή Ευρώπη, με όλα της τα χάλια είναι κατάκτηση των Ελλήνων. Η υπεράσπιση αυτής της θέσης είναι το ελάχιστο πατριωτικό καθήκον. Κλείνοντας με ένα απόσπασμα από την ομιλία της Εμμα Γκόλντμαν, που δόθηκε στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια (1908) με θέμα: Τι είναι ο πατριωτισμός; Μας λέει λοιπόν: «Εμείς οι Αμερικανοί ισχυριζόμαστε ότι είμαστε ειρηνόφιλος λαός. Μισούμε την αιματοχυσία, η βία μας βρίσκει αντίθετους. Παρ’ όλα αυτά μας προκαλεί σπασμούς χαράς η πιθανότητα να ρίξουμε βόμβες δυναμίτη πάνω σε αβοήθητους πολίτες. Είμαστε έτοιμοι να κρεμάσουμε, να προκαλέσουμε ηλεκτροπληξία ή να λιντσάρουμε τον καθένα, ο οποίος από οικονομική αναγκαιότητα, θα ρισκάρει την ίδια του τη ζωή για τους σκοπούς κάποιου βιομηχανικού μεγιστάνα. Ακόμη, οι καρδιές μας φουσκώνουν από υπερηφάνεια στη σκέψη ότι η Αμερική μετατρέπεται στο πιο δυνατό έθνος του πλανήτη και σύντομα θα πατήσει το σιδερένιο πόδι της στο λαιμό άλλων εθνών. Αυτή είναι η λογική του πατριωτισμού. Σκεπτόμενοι άνδρες και γυναίκες, σε όλο τον κόσμο αρχίζουν και συνειδητοποιούν ότι ο πατριωτισμός είναι πολύ στενός και περιορισμένος ώστε να συναντήσει τις αναγκαιότητες των ημερών μας. Το πνεύμα του μιλιταρισμού έχει εμποτίσει όλες τις πλευρές της ζωής. Είμαι πεπεισμένος ότι ο μιλιταρισμός είναι μεγαλύτερος κίνδυνος εδώ από οπουδήποτε αλλού, εξαιτίας όλων των δωροδοκιών που ο καπιταλισμός διαθέτει για εκείνους που επιθυμεί να καταστρέψει».