Ως εκ τούτου, εκτός από επιμελείς και αδιάφορους μαθητές, υπάρχουν και ορισμένοι ζωηροί, που όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται να μάθουν, αλλά και δημιουργούν προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία των τμημάτων τους και των σχολείων τους, γενικότερα, και σε βάρος των συμμαθητών τους.
Ο νομοθέτης έχει προβλέψει, βέβαια, πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται τέτοιοι μαθητές καθορίζοντας, μάλιστα, και ποινές ανάλογες με τις πράξεις τους και τη συχνότητά τους. Έτσι, προβλέπονται, για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, η ωριαία αποβολή απ’ την αίθουσα διδασκαλίας εκ μέρους του διδάσκοντος, η επίπληξη εκ μέρους του Διευθυντή του σχολείου, η αποβολή μιας μέρας ή περισσότερων εκ μέρους του συλλόγου διδασκόντων, ακόμα ακόμα, και η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, όταν κρίνει ο σύλλογος ότι η φοίτηση μαθητή είναι αδύνατη σε κάποιο σχολείο. Εξυπακούεται ότι το σχολείο είναι υποχρεωμένο να συνεργάζεται και να ενημερώνει, άμεσα, διά του υπεύθυνου καθηγητή κάθε τμήματος τους γονείς των μαθητών για κάθε τι, που αφορά το παιδί τους.
Στην πράξη, ωστόσο, παρατηρούνται προβλήματα και σ’ αυτά θα σταθώ με συντομία. Άλλωστε, η παιδευτική διαδικασία είναι μια πολύ σύνθετη υπόθεση και τα προβλήματά της δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά μόνο με αστυνομικά μέτρα. Χρειάζονται, κατ’ αρχήν, εκπαιδευτικοί, όχι μόνο καλά αμειβόμενοι και καταρτισμένοι ψυχοπαιδαγωγικά, αλλά και μερακλήδες και ερωτευμένοι μ’ αυτό, που κάνουν, χωρίς να ξεχνούν τις υποχρεώσεις τους, και χωρίς να γογγύζουν και να μεμψιμοιρούν, συνεχώς, μια που αποστολή τους είναι να πλάθουν και να διαμορφώνουν ψυχές και χαρακτήρες παιδιών, όλων των παιδιών, που τους εμπιστεύεται η Πολιτεία.
Επισημαίνω αυτό το τελευταίο, γιατί υπάρχουν, δυστυχώς, και λίγοι, ευτυχώς, εκπαιδευτικοί, οι οποίοι, για να ολοκληρώνουν την προβλεπόμενη ύλη, επιλέγουν την εύκολη λύση, να κάνουν, δηλ. το μάθημά τους, από ένα σημείο και μετά, μόνο με τους μαθητές, που ενδιαφέρονται και συμβάλλουν στη διαδικασία της μάθησης μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας. Τους υπόλοιπους ή τους αφήνουν ανεκμετάλλευτους ή τους αποβάλουν, συχνά, αδιαφορώντας για τους εκτός αιθούσης κινδύνους, και χωρίς να ενημερώνουν, μάλιστα, κάποιοι απ’ αυτούς τη Διεύθυνση του σχολείου, όπως οφείλουν να κάνουν, για να παίρνει αυτή τα μέτρα της, χάριν της ασφάλειας αυτών των μαθητών. Μια τέτοια πρακτική, σύμφωνα με τη μακροχρόνια εκπαιδευτική εμπειρία μου, κάθε άλλο παρά κατάλληλη είναι για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα με τους αδιάφορους μαθητές και, μάλιστα, όταν αυτοί είναι και ζωηροί.
Κι αυτό, γιατί, όταν ένα παιδί αποκόπτεται απ’ τη διαδικασία της μάθησης και, επί πλέον, αφήνεται να έχει ως μοναδικό του ενδιαφέρον το πότε θα χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα, τότε, για να περάσει η ώρα, είναι ικανό να κάνει πράγματα απίθανα και, οπωσδήποτε, σε βάρος της ηρεμίας του τμήματος και του μαθήματος. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η αργία είναι μητέρα κάθε κακίας.
Πέραν τούτου, η περιθωριοποίηση και ο στιγματισμός ενός μαθητή με απανωτές παρατηρήσεις και τιμωρίες, είναι αποδεδειγμένο, ότι, τις περισσότερες φορές, φέρνει αρνητικά αποτελέσματα, οπότε, καλό είναι, μ’ άλλους τρόπους ν’ αντιμετωπίζονται οι ζωηροί μαθητές, ορισμένοι, εκ των οποίων, ας μην το ξεχνούμε, θέλοντας και μη, κουβαλούν στο σχολείο και πολλά προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα.
Θα πρέπει, λοιπόν, οι εκπαιδευτικοί όχι μόνο να μην απομονώνουν τους αδιάφορους και ζωηρούς μαθητές, αλλά και να βρίσκουν χρόνο ν’ ασχολούνται μαζί τους και εκτός αιθούσης, συνεργαζόμενοι, πάντα, με τους γονείς τους, οι οποίοι, σημειωτέον, δεν είναι άμοιροι ευθυνών, μια που το ενδιαφέρον και η ζεστασιά στις σχέσεις των ανθρώπων είναι το φάρμακο, που εξημερώνει. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, κατάργηση ποινών, αλλά χρήση τους με μέτρο, αφού, άλλωστε, όποιος αγαπά, παιδεύει. Το παίδεμα, όμως, αυτό και, μάλιστα, όταν η τιμωρία είναι δίκαιη και ψυχοπαιδαγωγικά, σωστά, τοποθετημένη, το λέω εξ ιδίας πείρας, μπορεί να φέρει θεαματικά αποτελέσματα.
Όλες αυτές τις επισημάνσεις τις έκανα και τότε, που ήμουν εν ενεργεία εκπαιδευτικός και Διευθυντής σχολείων, όταν διαπίστωνα, ότι στο ίδιο τμήμα η πλειοψηφία των διδασκόντων δεν είχε πρόβλημα να λειτουργήσει, ενώ είχαν ένας ή ελάχιστοι, οπότε έψαχνα το γιατί. Τις κάνω, όμως, και τώρα, που είμαι συνταξιούχος, όχι μόνο γιατί συνεχίζω να ενδιαφέρομαι για το μέλλον της Παιδείας μας, αλλά και γιατί βλέπω, σήμερα, με ικανοποίηση αρκετούς, πρώην, ζωηρούς μαθητές μου προκομμένους γονείς και ευυπόληπτους πολίτες.
Από τον Κώστα Γιαννούλα