Που δόθηκαν στον πατέρα μου, όπως και σε άλλους κατοίκους της περιοχής, κατά τη διανομή, αναδιανομή, κατανομή γαιών το 1930. Χαίρε βάθος. Χρόνου. Πίσω από την πόρτα της κουζίνας σε ένα χωνευτό κρυφοπαράθυρο, με κουρτινάκι καλυμμένο, ανακάλυψα, ο τυχερός εγώ, ένα τετράγωνο κουτί από μακαβά, δεμένο με σπαγγίον σταυρωτά, εντός του οποίου υπήρχε, σε διαστάσεις σεντονιού, κιτρινισμένο, αλλά σε αρίστη κατάσταση, και σε χοντρό χαρτί, έγγραφο (Παραχωρητήριο), του Υπουργείου Γεωργίας της εποχής, με το οποίο του παραχωρούσαν τα ανωτέρω στρέμματα στη θέση "Καντήλα". Ενενήντα χρόνια, παρά δέκα εκατό, βρισκόταν εκεί, ερμητικά κλειστό ετούτο το κουτί, περιμένοντας κάποιον να το προσέξει. Δεν είχα πάει ποτέ στην "Καντήλα". Έβλεπα όμως την κορυφογραμμή αυτή, οσάκις ανέβαινα στο χωριό. Στα δεξιά, όπως ανηφορίζουμε. Τρέξε να το γράψεις τώρα στο Κτηματολόγιο, μου είπαν φίλοι. Αν το αφήσεις, θα σου το πάρει το κράτος. Μην πιαστείς κορόιδο. Κορόιδο είμαι να πιαστώ κορόιδο; Χαρούμενος σαν να πήγαινα εκδρομή με το Γ΄ Σύστημα Προσκόπων, κινήσαμε, παρέα με τον Αποστόλη, φίλος απ' τα παλιά, να γνωρίσουμε και να πατήσουμε τα μυθικά αυτά πάτρια εδάφη. Κυριακή πρωί. Ιούλιος. 37 βαθμοί.
Τι ευτυχία. Θα ανέπνεα καθαρό αέρα. Θα ομιλούσα με τα πουλιά. Με τα δέντρα. Με τα αγρίμια του δάσους. Τις αλεπούδες, τους ασβούς, τους λύκους, τους λαγωούς. Πόσοι έχουν τέτοια τύχη, πλην αυτών που ζουν ακόμα κοντά στη μητέρα φύση;
Αφήσαμε τον τραυματισμένο από τα παλιούρια σκαραβαίο χαμηλά στη σούδα και πήραμε ένα μονοπάτι, κλειστό από γκαουτζιές, βατσινιές, πατλιές. Αδιάβατο σχεδόν. Μπροστά ο Αποστόλης, ως γνώστης της περιοχής, πίσω εγώ. Πουρνάρια αφήναμε, γουμαράγκαθα πατούσαμε. Ψυχή στον δρόμο, στο μονοπάτι δηλαδή. Ούτε ένα χωριανό δεν ανταμώσαμε. Ούτε καλιακούδια δεν πετούσαν, ούτε τουρτούρες δε φτεροκοπούσαν, ούτε κρα κοράκου δεν ακουγόταν στον βαμβακένιο ουρανό. Ούτε αγριογούρουνο, που λένε ότι είναι γεμάτη η περιοχή, δεν φάνηκε μπροστά μας. Ούτε καν βροντόσαυρο, έστω δεινόσαυρο δε συναντήσαμε. Μονάχα ζέστη και σφήκες να μας πλευροκοπούν και νταβάνια και γκασγκάνια, να μας επιτίθενται με μίσος. Και ακρίδες κατά κύματα να πέφτουν στα τυφλά απάνω μας. Μακριά ηκούοντο κώδωνες αιγοπροβάτων. Μάλλον ήτο παραίσθησις. Το σάλιο μου στέγνωσε. Και δεν πήραμε κάνα παγούρι νερό μαζί μας. Και ο οφιοειδής Πηνειός, πέρα και κάτω μακριά στον κάμπο, που τα χωράφια του δεν είναι πια βαρκά, να σπρώχνει νωχελικά τους δισεκατομμύρια τόνους πράσινο νερό στη μπλάβα θάλασσα. Χαμένο πράσινο νερό.
Καμιά φορά ξακρίσαμε ένα μονοπάτι που μας έβγαλε σε ξέφωτο. Στην κορυφή του κόσμου. Λίγα μέτρα χαμηλότερα από τον Μύτικα. Αυτό είναι, λέει. Γεμάτο αγριελιές, πουρναριές, αρρωστημένα μικρά πλατάνια. Και τσακμακόπετρες. Πολλές. Και κάτι μεγάλες γρανιτένιες, τετράγωνες πέτρες καταμεσής. Τίποτα κύκλωπες θα τις κουβάλησαν εδώ πάνω. Στη μέση ένα κέδρο τσουπωτό. Σε σχήμα κώνου. Ωραίο, καταπράσινο και λοχερό. Σαν κάποιος να το φρόντιζε, θαρρώ. Κατά τα άλλα, ποια άλλα; Ξεραΐλα. Φρυγμένα όλα. Κι άμα το κτήμα δεν έχει νερό είναι άχρηστο, είπε ο Απόστολος. Τουλάχιστο να υπήρχαν παραχωμένα τίποτα βαρέλια με λίρες. Διάσπαρτη ήταν η περιοχή, παλιότερα, λέγαν, με θαμμένα βαρέλια, πλήρη χρυσών λιρών. Αγγλίας. Μήπως δεν ακούστηκε πως εδώ, σ΄ αυτά τα μέρη, ένας γάιδαρος με μεγάλα αυτιά, κατεβαίνοντας απ΄ το βουνό με το αφεντικό καβάλα, στραβοπάτησε και το πισινό αριστερό του πόδι χώθηκε σ΄ έναν γκαζοτενεκέ τίγκα λίρες; Χρυσές; Κι άλλα κι άλλα.
Ο ήλιος μας χτυπούσε κατακούτελα. Ζέστη αφόρητη. Θα λιποθυμούσα, όταν ένα αεράκι δροσερό, τονωτικό και ζωογόνο, φιδοσύρθηκε ανάμεσα στα ξερά χόρτα. Τα λιγοστά φύλλα των καχεκτικών δέντρων ανατρίχιασαν. Ταυτόχρονα οι μεγάλες πέτρες στοιχίστηκαν παραλληλογράμμως ως τραπέζια, στρωμένα με χρωματιστά τραπεζομάντηλα. Ο κέδρος τα σκέπασε με ίσκιο παχύ. Μαλαματένια κρυόβρυση ανάβρυσε μπροστά μας κι ένα γραμμωτό καρπούζι πάγωνε στην κουπάνα της. Στα μαρμαρένια τραπέζια, κανάτες με κρασί, νέκταρ και άλλα αγαθά μας περίμεναν. Φαγητά, λαγός στιφάδο, αρνάκια του γάλακτος, σούβλες με γουρουνόπουλα, με κεμπάπ (καλοκαιριάτικα και μεσημεριάτικα), σαλάτες, φρούτα, μέλια, δαμάσκηνα, υδροπέπονες. Θύμιζε ρωμαϊκό γλέντι με ξαπλωμένους τους συνδαιτυμόνες και τεντωμένες τις αρίδες τους να ξεκοκαλίζουν κρέας και να τρώνε με τα χέρια. Και να τα γλείφουν. Τα χέρια.
Και ξαφνικά και ώ του θαύματος και ώ της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ, δύο νεράιδες λάγνες, από το πουθενά στο πλάι μας σταθήκαν. Προκλητικές, όλο φωτιά και λάβα, να παίζουν μπαλαλάικα, έτοιμες να ικανοποιήσουν κάθε πεθυμιά μας. Δύο ξανθές, μινιφορούσες. Και, μας άνοιξε η όρεξη. Οπότε, στο φαΐ ορμήσαμε ως λύκοι λιμώττοντες. Αλλά όλα τα ωραία πράγματα σ' αυτή την ψεύτικη ζωή κρατάνε τόσο λίγο. Το λέω εκ πείρας. Παράδειγμα: Τη στιγμή που πλησίασα να ψαύσω τα ουρί, ίνα διαπιστώσω από τι ύφασμα ήσαν καμωμένα τα μίνι που φορούσαν, ερεβώδης φωνή ηκούσθη εξ ουρανού λέγουσα: Να φκιάσεις ένα βενζινάδικο εδώ πάνω. Με πλυντήριο. Θα τα οικονομήσεις. Νέος είσαι ακόμα. Η ζωή είναι μπροστά σου.
Κατηφορίσαμε κάθιδροι. Άχρηστο κομμάτι. Άνευ αξίας. Καρακαμπίλα η "Καντήλα". Το πουλάω. Ενδιαφέρεται κανείς; Δεκτά και γραμμάτια. Όχι. Δραχμάς δε δεχόμεθα.
Πριν μπω στον σκαραβαίο, έσκυψα και πήρα μια τσακμακόπετρα. Την έχωσα στην τσέπη. Για ενθύμιο.
Από τον Νίκο Κύρκο